Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Έτσι κι αλλιώς όλα είναι προσωπικές οπτασίες. Ανάρρωση από μια ακόμα αρρώστεια. Δεν απορώ γιατί να συμβεί. Απλά αφήνω να ωριμάσει μέσα μου το παρακάτω. Να γίνει βίωμα της ψυχής μου πως κάποιες στάσεις έκαναν τον κύκλο τους, εξάντλησαν τις δυνατότητές τους. Ήταν πρόβες, πρόβες για τη γενική. Ίσως είναι η ώρα να ξεκινήσει αυτή η γενική. Ανάποδα αυτή τη φορά. Με τον παρονομαστή αριθμητή. Και τ' ανάπαλιν. Αγκάλιασέ το με την ώρα σου, με το χρόνο και το χώρο σου αυτό. Να αναδυθεί, να προκύψει το νέο. Το παρακάτω. Που δεν θα σε έχει πια κέντρο γιατί εξωρύχθηκε αυτή η στάση. Όχι εσύ. Η στάση.
Είχε οδύνη, πόνο, βασανισμό. Εκτός των άλλων.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ-ΕΞΟΔΟΣ
ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ: Λήμνος-Αγοραστή και Σώζος, Ορλωφικά, Οκτώβριος 1770
" Οἱ ἐκεῖσε Χριστιανοὶ ὅσα δεινὰ καὶ πέρα δεινῶν ὑπέστησαν μετὰ ταῦτα ὑπὸ τῶν Ἀγαρηνῶν ἐῶμεν λέγειν. Πολλοὶ γὰρ ἐξ αὐτῶν ἀνηλεῶς ἀνηρέθησαν καὶ κατεσφάγησαν, ἕτεροι δὲ εἰς τὸ παντελὲς ἀπεγυμνώθησαν, τινὲς δὲ καὶ φυγάδες ἐγένοντο φονευθέντος καὶ τοῦ ἀρχιερέως αὐτῶν κὺρ Ἰωακεὶμ τοῦ Χίου καὶ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπονομαζομένης, κρημνισθείσης"
Πατριάρχης Μελέτιος
Πετρίτης σχίζει κάθετα τον ουρανό. Πτώματα παντού πού’ ναι η μάννα πού ο πάππος. Άρπαξα την Αγοραστή κι έτρεχα σαν τρελός για το ύψωμα, για τον Κότσινα, εκεί που κρυβόμαστε με τα παιδιά του μαχαλά. Η Αγοραστή σέρνοντας, έβαζα φωνή τρέχα μωρή τρέχα δε γροικάς, ο τρόμος είχε φτερώσει τα ποδάρια μου και δε το νόγαγα που την έσερνα, ήτανε και φτενή. Δε ξεύρω να πω για πόσο δερνόμασταν μες στις σκλήθρες, τα πουρνάρια, στσ’ αλισφακιές, τρέχα μωρή τρέχα. Απ’ το λιμάνι ξοπίσω τα σκληρίσματα οι αλαλαγμοί ντουβάρια να σωριάζονται. Τα πόδια μου αίμα σκέτο. Η Αγοραστή βογκούσε, τήραξα τα ποδάρια της και τήνε πήρα στον ώμο. Ο ίδρως με τύφλωνε, φοβόμουνα του Θεού. Κοντεύαμε στη θάλασσα, την άκουγα ανταριασμένη μέσα από τ’ αγκομαχητά μου, το ποδοβολητό. Τέλος σωριάστηκα, φύγανε απ’ την ψυχή μου οι δύναμες .Νερό να πέφτει του σκοτωμού. Κείνη την ώρα άκουσα μέσα μου καθάρια τη φωνή της μάννας: «Στ’αγίασμα, γλήγορα, στ’ αγίασμα!». Σκώθηκα σαν παραλοϊσμένος. Τήραξα ζερβά δεξιά τίποτα. Ίσα που πήγα να πισοπατήσω τό ’δα. Φως. Φως γαλανό θαμπό, λίγα μέτρα ψηλότερα. Σύρθηκα κι ήταν ένα πηγάδι. Μια καταπαχτή, και χώθηκα μέσα, τράβηξα και την Αγοραστή που δε σάλευε, σα ποθαμένη, σύρσου μωρή σύρσου. «Σα δε μ ’ακολουθήσεις, δε θα βγεις από τούτο το λαγούμι. Είναι το φοβερώτερο όλων».
Το φοβερώτερο όλων. Χαραγμένη μού ’μεινε τούτη η κουβέντα, όπως την ξεστόμισα κείνη τη φριχτή στιγμή. Πού την είχα ακούσει μαθές; Απ’ τον Κοσμά τον γραμματικό που μας εμάζωνε τα παιδιά στην Αγιά Τριάδα. Η μέλλουσα κρίση, το φοβερώτερο όλων. Η Αγιά Τριάδα σωριάζεται, τον Δεσπότη τον Ιωακείμ και τον Κοσμά το δάσκαλο τούς σέρνουνε στο γιοφύρι στην κρεμάλα, σύρσου μωρή σύρσου. Κατηφορίζει το κρυφό στόμιο της γης, το νιώθω με την κοιλιά, τη γλώσσα, το κεφάλι. Πλαταίνει άξαφνα και πέφτουμε σε χώμα, κοίλωμα πλατύ, τέντωνες χέρια και πόδια. Σκώθηκα ορθός, σκούντηξε το ποδάρι μου στην Αγοραστή που κείτονταν. Τέντωσα τ’ αυτί στην άβυσσο. Νερό, νερό κελαρυστό. Πουθενά ουρλιαχτά. Σιωπή. Με τραβά απ’ τα μάτια το νερό, ζυγώνω τυφλός το κελάρυσμα. Μπαίνω γυμνός κάτω απ’ το νερό που δε βλέπω, μόνο νιώθω να κυλά μέσα μου, να με πλένει από τα αίματα, τις κραυγές, το θάνατο…
ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ:
Μεσολόγγι-Οι τελευταίοι Εξοδίτες, Μεγάλη Τετάρτη 1826
«Κατά την παράδοση, τρεις μέρες μετά την Έξοδο, πραγματοποίησε απεγνωσμένη προσπάθεια εξόδου μια τελευταία δράκα Μεσολογγιτών…».
Χύνονται σαν άνεμος, πληγιασμένοι, σακατεμένοι, με την φόρα που έχει η ψυχή σαν βγαίνει από το σώμα. Μ’ αυτή τη δύναμη που πάντα τους συνόδευε στη δύσκολη την ώρα και που δεν τη κατέχανε από πού κρατούσε και λέγανε ναι, παραλοΐσαμε, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν. Τώρα κατέχουν, πάντα το κατέχανε πως δεν ήτανε απ’ ελόγου τους, τώρα όμως είναι ζωντανοί νεκροί και τρέχουν, πετούν με το σπαθί στο χέρι, δρασκελάνε όλο τ’ αλωνάκι, ό, τι απόμεινε απ’ αυτό κι απ’ τα αίματα που χύσαμε, στον ουρανό τα επίλοιπα, τίποτα δεν χάθηκε, τίποτα δεν χάνεται, τρέχουν με την ύστατη φόρα της ψυχής και διασχίζουν σαν άνεμος το Μεσολόγγι, την πόλη, τις ψυχές των γερόντων που σταθήκανε με τ’ όπλο στο χέρι στα παράθυρα των σπιτιών και φωνάξανε το Ώρα σας καλή, Ώρα καλή και λόγου σας και φεύγουνε στο τελευταίο γιουρούσι, στην τελευταία ιαχή της Εξόδου, τρεις μέρες μετά, στο ύστατο ανέμισμα του ράσου του κρεμασμένου Δεσπότη στον Ανεμόμυλο, φεύγουν με την ζωή να έχει σκηνώσει μέσα τους, κατεπόθη ο θάνατος, τώρα τηράνε πέρα κι απ’ τον Αη-Συμιό, τώρα ξέρουν πως τίποτα απ’ όλο αυτό το θαύμα δεν ήτανε δικό τους, μοναχά τα αίματα κι ο τόπος, αλλουνού ήτανε η δύναμη, τελευταία κραυγή, Χριστός Ανέστη Αδελφοί και σχίζουν σαν άνεμος το Μισολόγγι οι τελευταίοι Εξοδίτες, τρεις μέρες μετά, Μεγάλη Τετράδη 1826

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Ξυπνά μες στο βράδυ: Αγκάλιασε μέ! Μαμά! Αγκαλιά! Είδα εφιάλτη. Μου χαιδεύει το μάγουλο. Ξυπνώ. Μές στον ξανακερδισμένο ύπνο του, Θα με στηρίξεις;

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Η Παναγία είναι η μητέρα. Αυτή κατέχει το μυστικό, αυτή κατέχει τον ρόλο, αυτή και την ίαση. Πόσο δύσκολο είναι να τ' αφήσεις σ' αυτή; Nα πάψεις να βασανίζεσαι μόνη; Πόσο δύσκολο είναι να είσαι σε σχέση μαζί της, να την έχεις στη ζωή σου με την συνομιλία μαζί της, την αλληλοπεριχώρηση, την σχέση; Το παιδί, η τραγικότητα. Η ταπείνωση, το ελάφρωμα, ο Θεός ο ίδιος.
Κι αν αλήθεια δεν μπορώ παρά να βυθίζομαι διαρκώς και να γλιστρώ στην εξαίσια αυτή μέθη του ψεύδους, υπάρχει φάρμακο. Αν δεν ζητήσεις, δεν λαμβάνεις. Όποιος νομίζει ότι με τις δικές του δύναμες θα παλέψει με τα θηρία του πλανάται πλάνην οικτράν. Κι αυτό φαίνεται. Φαίνεται στην επώδυνη, συγκρουσιακή, τραγικά αυτοπροαίρετη ήττα του. Δεν παλεύονται έτσι οι Σειρήνες σου, οι δαίμονές σου, το σκεύος τούτο της φθοράς. Θέλει ταπείνωση. Θέλει ανάθεση. Θέλει σπάσιμο των μούτρων. Θέλει εν τέλει ομολογία ταπεινή εκ βάθους καρδίας και επίκληση αληθινή ελέους του μεγάλου.
Ερωτεύεσαι όταν παύεις να αναπαράγεις και αρχίζεις να δημιουργείς. Είναι δύσκολο γιατί είναι έξοδος, είναι ξεβόλεμα, είναι άνοιγμα που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλεις. Μόνο έτσι όμως ζεις. Μόνο έτσι αναπτύσσεις δυνάμεις ενάντιες στην δυναστική βαρύτητα της μαύρης τρύπας που σε τυραννάει. Μόνο έτσι. Με μια διαρκή απόφαση εξόδου, στην κάθε στιγμή. Εξόδου τόσο απλής και τόσο δύσκολης μαζί, όσο είναι να βάλεις ένα κενό λευκό χαρτί, φυσικό ή ψηφιακό, μπροστά σου και ν' αρχίσεις. Να ανοίγεσαι στην περιπέτεια του λόγου που είναι η μόνη σου δύναμη. Αυτή που μπορεί να σε ταξιδέψει, να σε εκφράσει, να σε σηκώσει, να σε παρηγορήσει, να σε σώσει. Μόνο μην νομίζεις ότι το κάνεις μόνη σου. Θεού το δώρον.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Mια ματιά στα εξ ων συνετέθην. Κουράστηκα να κρύβομαι, κουράστηκα να χαλιέμαι. Αν κάτι σου δένει το λαιμό με μια πέτρα, λύστο και πέτα το. Απλά είναι που μερικές φορές πρέπει να επινοήσεις ή να αφηγηθείς σκέτα μια ιστορία για να γίνει αυτό. Την ιστορία της πριγκίπισσας που ζούσε μόνη στον πύργο και τρύπησε το δάχτυλό της με το αδράχτι η κακιά μάγισσα; Η ωραία κοιμωμένη, κάτι τέτοιο. Είναι πραγματικά εξαιρετικά απελευθερωτική, αναγεννητική θα έλεγα η δύναμη των ιστοριών. Η δύναμη και η δυναμική τους. Η ιστορία σου δίνει στέρεο έδαφος να πατήσεις κι από κει και πέρα να κάνεις όλες τις διορθωτικές κινήσεις. Καλά έκαναν οι ψυχοθεραπευτές κι έφτιαξαν σχολή "αφηγηματική", κάτι ήξεραν. Βέβαια γιατί να πάμε εκεί, όταν έχουμε τις αρχετυπικές αφηγήσεις του κόσμου, όταν έχουμε τον Χριστό να μιλά με παραβολές. "Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο μνησιπήμων πόνος.".

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Aργά, σιωπηλά, γράφεις την πιο μοναχική ιστορία που έγινε ποτέ. Απ' όπου κι αν ξεκινήσεις, δεν έχει σημασία. Μετρά ότι θα καταλήξεις ξανά σε μένα, πάλι σε μένα. Το θέλω αυτό, το ζητώ εκδικητικά, κενόδοξα, αδηφάγα θα μου πεις. Κάποτε ίσως, αλλά τώρα... Ω, πόσο ανόητος είσαι. Υπάρχει μια οδός που δεν την γνωρίζεις, που δεν θέλησες να την περπατήσεις. Μέσα απ'αυτή μπόρεσα ν'αποδράσω εν τέλει. Ως πότε; Όσο με ορίζει ακόμα η ματιά σου ή μάλλον η αφήγησή της. Μέσα απ'αυτό το δρόμο θα μπορώ να χάνομαι την στιγμή ακριβώς που όλα ήταν τόσο προβλέψιμα. Και για σένα και δυστυχώς και για κείνον... Μη λυπάσαι γι'αυτό. Αν σου προξένησα κακό, λυπάμαι εγώ διπλά και για σένα. Να χαίρεσαι. Να χαίρεσαι που για μια φορά δεν θα υποταχθείς στην τυφλή φορά, την αδυσώπητη σκληρότητα της νομοτέλειας του παιχνιδιού. Του κάθε παιχνιδιού. Και να σχωρνάς καμιά φορά. Και συ κι εγώ. Εις το επανιδείν, εν ετέρα μορφή...

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Δεν πήρα είδηση τί μου συνέβαινε. Ανεπαισθήτως μ'έκλεισαν από τον κόσμο έξω... τα δέντρα με απέφευγαν κι εγώ δεν ήερα πώς να τους μιλήσω. Το δάκρυ μου κυλούσε μόνο στην καρδιά μέχρι που παψε κι αυτό. Δεν ήξερα πια που να κοιτάξω. Τότε ήταν που πήρα τον καθρέφτη. Έκτοτε μαζί του ζω.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019



Η αγάπη του Θεού βρίσκεται παντού γύρω μας, μέσα μας, στον κάθε άνθρωπο,που αντικρίζουμε, στη φύση, σε κάθε ανθρώπινο αγαθό δημιούργημα, κυριολεκτικά παντού και πάντα. "Εν αυτη γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν". Εάν αυτό είναι το βλέμμα μας, βλέμμα ευχαριστιακό, βλέμμα κενωτικό μπρος στην άβυσσο και στον πλούτο της χρηστότητος και της αγάπης Του, βλέμμα ερωτικό που εκφράζει κατά τον πλέον απόλυτο τρόπο τα μύχια της ανθρώπινης ερωτικής νοσταλγίας ως ανταπόδομα στον μανικό Εραστή, τότε... "Για να γίνεις χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνεις ποιητής", έλεγε ο Άγιος Πορφύριος ο σύγχρονός μας. Και πρόκειται για την πλέον ερωτική υπόθεση ever.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Του Αγίου Αλεξάνδρου του Παπαδιαμάντη. Ημέρα της κοιμήσεώς του, 3 Ιανουαρίου 1911. Και ο μπαρμπα-Αλέξανδρος εκοιμήθη ταπεινός, νικηθείς υπό της ινφλουέντζας, θαμμένος ολόκληρος υπό τας ευχάς των απόκληρων ηρώων του, ίνα παρουσιασθή ιματισμένος και σωφρονών ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.  Ζήτησε λιωμένος στον βήχα το Μηναίο του Ιανουαρίου. Έρχονται οι Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες των Φώτων. Οι αδερφάδες τον παραστέκουν. Δεν μπορεί να διαβάσει . "Θα πω ό,τι θυμάμαι απ' έξω". "Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφή του Δεσπότου έπαρον υπέρ ημών, Βαπτιστά (...)". Κόπηκε η φωνή του. Συνέχισε αργά: "Και δεύρο στήθι μεθ' ημών...". Ο θάνατος έρχεται καλπάζοντας σαν άγριο άλογο. Για σένα όμως ταπεινώνει το ποδοβολητό του. Καρφώνει το βλέμμα στον ασβεστωμένο τοίχο. Τ' αναφιλητό της Κυρατσούλας. Βαθιά ανάσα. "Επισφραγίζων τον ύμνον και προεξάρχων της πανηγύρεως".

                                                              ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
                                                        

Πέρα δώθε στην κουβέρτα, μπουρίνι μοναχό. «Και να σου τάζει ο καπετάνος λαγούς με πετραχήλια…». Βημάτιζε κοιτώντας μια κάτω τη γλυτσιασμένη κουβέρτα του πλοίου, μια τον κατάμαυρο ορίζοντα. «Α ρε καπετάνο, με πήρες στο λαιμό σου…Να θαλασσοδέρνομαι τσι γιορτάδες ούλες, να μη δω Θιου πρόσωπο…». Το πρόσωπό της εννοούσε. Κρητικοπούλα με τα όλα της, από τον Φρες τ’ Αποκορώνου. Τον είχε τρατάρει νερό κρούσταλλο του πηγαδιού με το τάσι τ’ αργυρό κι από τότε δεν εβγήκε στιγμή από το νου του. «Αν είχα μείνει στη στεριά… Αν είχα ακούσει τον μπάρμπα μου, να κοιτάξω τα χωράφια…». Κουβέντα στην κουβέντα, με τ’ ελόγου του. Σάμπως είχε και κι άλλον; Ο καθείς στο πόστο του. Και να του λάχει αυτουνού να σουλατσέρνει μες στη μαύρη νύχτα, μές στην αντάρα και το ξεροβόρι. «Η μάννα θα’ χει τώρα ξεφουρνίσει την πίτα και στην παραστιά θα καίει το χριστόξυλο…». Σφίχτηκε γερότερα στη νιτσεράδα . «Βάστα Γιάννη», είπε ξανά στον εαυτό του. «Αγάντα», άκουσε τη φωνή του, δυνατά τούτη τη φορά. «Α ρε καπετάνο, ανάθεμα την ώρα που σ’ άκουγα! Σα δε νογούσα..».
Κείνη την ώρα ήχησε σαν κεραυνός το σφύριγμα. «Άνθρωπος στη θάλασσα!». Μόνα τους κινήθηκαν τα μέλη του και τον φτάσανε στη βάρκα. Την είχε ξελύσει σαν έφτασαν οι άλλοι, άγριο ποδοβολητό. Ρίξανε τη βάρκα και πέσανε δυο μαζί, ο Γιάννης με το λοστρόμο τον Στρατή. Οι άλλοι φωνάζανε απ’ την κουβέρτα. Τον τραβήξανε πάνω στη βάρκα. Άγγιγμα τραχύ λινάτσας μουσκεμένης, βάρος πολύ. Βαλθήκανε να τον κουνάνε, γύρισε ο Στρατής : « Πεθαμένος είναι». «Καλού κακού, ας τόνε πάρουμ’ απάνω σύντεκνε».
Σαν τον ανεβάσανε και είπανε των αλλουνών πως είναι μάλλον τελειωμένος, έπεσε βαριά σιωπή. Τον πήγανε μέσα, μαζί κι ο Γιάννης. Ο Μανώλης που’ κανε το γιατρό του’ βγαλε τα ρούχα, γρήγορα, τόνε γύρισε ανάποδα, του πήρε τον σφυγμό, του’ καμε μαλάξεις στην καρδιά. «Δεν αναπνέει». Έκαμε το σταυρό του. «Μωρέ αγιοβασιλιάτικο πεσκέσι που μας έλαχε», έκανε ο καπετάνιος χολωμένος. Ήτανε και προληπτικός.»Μιαν ώρα ν’ αλλάξει ο χρόνος, γούρι να σου πετύχει!». Πέταξε μια βλαστήμια. «Μη βλαστημάς καπετάνο», τόλμησε ο Μανώλης που του’ χε θάρρητα. «Για τον καλό το χρόνο, δε κάνει, για το καλό». Ο καπετάνος έπνιξε ένα τσιγαρόβηχα βαρύ, μαζί ένα γέλιο άγριο. «Το καλό! Εδώ μας έκαμε ποδαρικό ο χάρος κι εσείς μπαταλαλείτε». Έκαμε να φύγει μα γύρισε απότομα. « Μαζεύτε τον και ξαναπετάτε τον μέσα. Έχουνε να κάμουνε Λαμπρή τα ψάρια. Αλλιά από μας». Πήγε ξοπίσω του κι ο Μανώλης.
Ο Γιάννης στεκότανε ακίνητος με το βλέμμα στον πεθαμένο. Γέρος ήτανε μα γερός ακόμα στο κορμί. Τα μάτια ολάνοιχτα. «Ποιος να του τα κλείσει…». Πώς βρέθηκε στη θάλασσα; Γιατί; Την ώρα που σεργιανούσε βαργωμισμένος την κουβέρτα. Κάτι πάνω στο γέρο του θύμιζε πολύ τον καπετάνο. Εκείνον τον άντρα τον θαυμαστό των παιδικάτων του που τον έσπρωξε στη θάλασσα. «Ο καπετάνος, νεκρός». Δεν ήταν αυτός. Μα δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από πάνω του, από τη γκρίζα φανέλλα τη μουσκεμένη και τις λευκές τρίχες του στέρνου. Έμεινε ώρα εκεί. Ένιωθε παράξενα ν’ αντρειεύεται δίπλα στο νεκρό.
Από το βάθος της νύχτας ακούστηκαν οι κανονιές. Κάποιος φώναζε «Καλό σας χρόνο!» κι άλλος «Ευτυχές το 1955!». Σα να ξύπνησε από λήθαργο, έπιασε να συμμαζεύει τον πεθαμένο.

                                                                            Αθανασία Μαυρομμάτη