Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

                                                Ο Παράγων Άνθρωπος

Μπαμ, μπουμ, σκρατς. Δεν το αποδίδω ακριβώς αλλά τρόμαξα εννοείται. Ούτε έτρεχα ούτε τίποτα. Έστριψα στο σύνηθες δρομάκι για να βγω στην Αλίμου να πάω στο σπιτάκι μου. Να με σκεπάσει, να με καταπιεί η μαύρη τρύπα της προσωπικής μου ραστώνης. Και ενώ οδηγούσα με το όραμα αυτό προ οφθαλμών, μπαμ σκρατς. Έντρομη εντός δευτερολέπτων συνειδητοποίησα πως είχα κοινώς φάει τον καθρέφτη ενός δεξιά σταθμευμένου οχήματος. Και τον δικό μου μαζί. Αυτό μου έλειπε τώρα σκέφτηκα και ποιούσα την ανάγκην φιλοτιμία παρκάρισα και κατέβηκα να δω τι έγινε τέλος πάντων.
Φτάνοντας στο αντίπαλο όχημα, αντίκρυσα ένα όρθιο ζεύγος να περιεργάζεται τον καθρέφτη του, ο οποίος είχε απωλέσει το τζάμι  και ίσως και κάτι άλλο. Ωχ σκέφτηκα ως πολύπαθη ιθαγενής, τί έχω ν' ακούσω τώρα. Μα πώς έγινε αυτό το πράγμα-σιγά το πράμα δηλαδή. Πλησιάζω ταπεινά, συντετριμμένη ως όφειλα. "Πω πω με συγχωρείτε πάρα πολύ". Είπα να πω αυτό αντί να πάρω προσβεβλημένο ύφος, όπως θα έκανε ο κάθε Έλλην οδηγός που σέβεται τον εαυτό του, φταίει δε φταίει. "Τί είναι αυτά που λέτε κυρία μου;'', ακούω από το αντίπαλον δέος. Είναι η κυρία του οχήματος. Μάλιστα. "Τί να την κάνω τη συγνώμη σας", συνεχίζει η κυρία, ένα βήμα πριν να δύναται να χαρακτηριστεί εν εξάλλω καταστάσει. "Δεν βλέπετε τι κάνατε; Και έχω να κάνω ταξίδι αύριο. Επαγγελματικό ταξίδι!".
Δυστυχώς σε αυτές τις περιπτώσεις και το χιούμορ και η ανύπαρκτη εν γένει ψυχραιμία μου με εγκαταλείπουν πάραυτα. Μεταμορφώνομαι επίσης πάραυτα σ' αυτό που πραγματικά είμαι και που δεν έχει νόημα να το καταγράψουμε εδώ. Άνοιξα λοιπόν διάπλατα τα χέρια μου, προέτεινα το στέρνο μου σε μια κίνηση αυτοεγκατάλειψης και της αντέτεινα: " Σκοτώστε με τότε λοιπόν! Ορίστε, σκοτώστε με!". Η κυρία, ελαφρώς σοκαρισμένη από τον ειρωνικό και οργισμένο μελοδραματισμό μου, με κοίταξε καλά καλά και συνέχισε ελαφρώς πτοημένη: "Έχω επαγγελματικό ταξίδι!". Και αμέσως, ανακτώντας πάραυτα κι αυτή τον τσαμπουκά της: "Να μου δώσετε το δικό σας να πάω! Αυτό να κάνετε!". Ο πληθυντικός πάντως παρέμενε εν χρήσει κι από τις δυο πλευρές. Μου' ρθε να της πω Σιγά μη σου δώσω το Αuris το υβριδικό να πάρω το Seat το τάδε επειδή κουνήθηκε ο καθρέφτης σου. Do I look like a Kotsos? Όπως λέει και μια φίλη μου. Επί το ελληνικώτερον, ψάχνεις για Κώτσους; Αλλά είπα να παραμείνουμε στα όρια του πληθυντικού.
Σε αυτή την αμήχανη στιγμή παρενέβη ο σύζυγος της κυρίας ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μείνει αμέτοχος στο όλο δράμα μιας και ο καθρέφτης είχε απορροφήσει όλη του την προσοχή. Με ήρεμο ύφος και τόνο είπε "Με εμένα να συνεννοηθείτε. Η γυναίκα μου ταράχτηκε, είναι ταραγμένη". 
Τον κοίταξα. Λογικός άνθρωπος φαινότανε. Επιτέλους. Η κυρία συνέχιζε να μουρμουρίζει αλλά έπαιζε άλλος μπάλλα τώρα. "Αυτοί είμαστε οι Έλληνες κύριε!", είπα εγώ, αναφερόμενη στην υστερία της συζύγου του, μην αντέχοντας να μη βγάλω το άχτι μου. Είπαμε, αυτή είμαι κι εγώ. "Τέλος πάντων", μου κάνει ο κύριος, που μέχρι στιγμής έπαιρνε βραβείο λογικής και νηφαλιότητας.Ας δούμε τώρα τι θα κάνουμε. Ασφάλεια έχετε; Kάγχασα. Και βέβαια είχα ασφάλεια. Παιδιόθεν. Όταν αυτός ήταν στα δέντρα μαζί με την συμβία του, εγώ είχα ασφάλεια ως νοικοκυροκόριτσο. Δεν τα είπα βέβαια έτσι. Μάλιστα, έκανε ο μέχρι στιγμής Βορειοευρωπαίος κύριος. Τι ασφάλεια έχετε; Κανονικά εκεί θα έπρεπε να τσινίσω, αλλά η κενοδοξία δεν με άφησε. Εκστόμισα με περηφάνεια το όνομα της τιμημένης Ασφαλιστικής μου, η οποία σημειωτέον είχε φανεί μάλλον παραδόπιστη σε δύσκολες στιγμές. Μάλιστα, ξανάπε ο κύριος Για να δούμε. Το δίπλωμα το  έχετε; Την άδεια; Άρχισα ευλόγως να τσαντίζομαι. Μουρμούρισα κάτι θιγμένα και αξιοπρεπέστατα κατευθύνθηκα προς το όχημά μου. Όσο εγώ έψαχνα για τα σχετικά, ο κύριος άρχισε να ψαχουλεύει τον φαινόμενο ως αποκολληθέντα καθρέφτη του. Τον παρακολουθούσα μέσα από τον δικό μου ακέραιο συνάδελφο. Με επιδέξιες κινήσεις μάστορα, έδωσε πήρε, επανατοποθέτησε τον καθρέφτη ο οποίος τελικώς δεν είχε σπάσει. Η υπόθεση θα έπρεπε λογικά να είναι τελειωμένη. Λάθος κατάλαβα. Βγήκα έξω με τα έγγραφα στο χέρι, πήγα κοντά στον κύριο και θαύμασα τον καθρέφτη ο οποίος έμοιαζε καινούργιος. Μπράβο, λέω, τον φτιάξατε. Ναι, μου κάνει ο κύριος Αλλά δεν ξέρουμε τι βλάβη μπορεί να έχει υποστεί. Έμεινα να τον κοιτάω. Δηλαδή τι βλάβη θα μπορούσε να έχει υποστεί ένας καθρέφτης, ο οποίος είχε μόλις εκτελέσει όλες τις στροφές και πιρουέτες που όφειλε εργοστασιακά να κάνει όταν ο κύριος πάτησε τα σχετικά κουμπιά, όπως είχα παρατηρήσει μέσα από το όχημά μου; Τέλος πάντων Του ενεχείρισα, κακώς, τα έγγραφά μου.

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

                                         Joining a 30-day challenge to post work publicly

                                          Τα μακριά κουτάλια των καφενείων.

Ότι της άρεσαν τα παλιά και εκκεντρικά πράγματα, τα εποχής που λέμε, ήταν γνωστό σε όλους. Μια βόλτα από το μικρό της υπόγειο να έκανες-και δεν ήταν δύσκολο-, το διαπίστωνες αμέσως. Φίσκα σε όλων των ειδών τις απιθανότητες, ξυριστικά του 40, λεκάνες τσίγκινες, κάτι συσκευασίες από πομάδες προπολεμικές. Η ίδια ήταν ντυμένη σαν ξεπεσμένη θεατρίνα της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, με εσάρπες που τις πατούσε, μπότες κολλητές δερμάτινες, μαλλί φουσκωτό πέντε τριχών. Και ένα ρουζ εξωφρενικό που την αγρίευε χειρότερα, τα σταφιδιασμένα της μάγουλα. Τη λυπόμουνα κι εγώ κι η Σούλα και την αφήναμε να πίνει το καφεδάκι της που και που. Καθότανε στο τραπεζάκι κοντά στην πόρτα, με γυρισμένη την πλάτη στους άλλους. Πολύ διακριτική και ήσυχη είναι αλήθεια.. Δεν της έπαιρνες εύκολα κουβέντα, δε βόηθαγε  κι η εμφάνισή της. Όταν πρωτόρθε στο υπόγειο και έσκασε μύτη στο καφενείο, γέλαγε ο κόσμος. Σταματάγανε την πρέφα και κοιτάγανε. Κάτι πορνόγεροι την είπανε για τέτοια, ξοφλημένη, και ψαχνόντουσαν κιόλα. Με αηδίαζαν. Στην αρχή γέλαγα κι εγώ, μετά τη συνήθισα, για να μην πω τη συμπάθησα και τσαντιζόμουνα σαν άκουγα κοροιδίες, Μετά πάψανε κι αυτές, έγινε η Καλλιρρόη κάτι σαν τους τοίχους ή σαν το ντουμάνι του καφενείου. Αόρατη. Καλλιρρόη τήνε λέγανε. Αλαφροίσκιωτο όνομα, σαν και την ίδια.
Σιγά-σιγά έπιασε φιλίες με τη Σούλα. Φιλίες δηλαδή που λέει ο λόγος. Ερχότανε δειλά στο πάγκο και ζήταε λίγη ζάχαρη ή λίγο ούζο. Καμιά φορά έφερνε ένα ματσάκι βασιλικό, τ' άφηνε εκεί κι εξαφανιζόταν.Mια μέρα η Σούλα δεν την άφησε να φύγει. Την τράβηξε μέσα από τον πάγκο, την έστρωσε σε μια καρέκλα μπρος σ'ένα κατοστάρι και της κάνει Μπρος λέγε μου. Πέστα. Κι άρχισε να μιλάει η Καλλιρόη μ' εκείνη την τρεμουλιάρα φωνή, με το βλέμμα στραμμένο κάτω και τα χείλια ξεραμένα, να τα δροσίζει που και που με μια γουλιά κρασί. Τα 'μαθε όλα η Σούλα. Για τα νιάτα της στη Θράκη, για τους γάμους που έκαμε και τα καζάντια της, για το τσίρκο, το μπουλούκι που την περιμάζεψε και γυρνάγανε την επαρχία. Για τη φυλακή όταν τίναξε κανόνι ο δήθεν θιασάρχης, ο αρχιμπουλουκτζής δηλαδή και πλακώσανε οι χωροφυλάκοι μιλημένοι και βρήκανε πρέζα μες τα σέα του λεγάμενου. Τους μπαγλαρώσνε όλους και την Καλλιρρόη μαζί. Έκαμε δεκαπέντε μήνες φυλακή μέχρι που μεσολάβησε ο νουνός της που είχε άκρες στις αρχές και την έβγαλε. Της βρήκε και δουλειά, σ' ένα βεστιάριο, έκατσε εκεί χρόνια, έμαθε και ράψιμο. Εκεί φαίνεται την κόλλησε η μανία με τις αντίκες. Σαν έκλεισε το βεστιάριο, βρέθηκε χωρίς δουλειά. Κάπου εκεί την έβγαλε η άκρη της κατά τη γειτονιά μας και νοίκιασε με κάτι ψευτολεφτουδάκια που' χε μαζεμένα το υπόγειο. Αυτή ήταν η Καλλιρρόη. Ούτε πολλή ούτε λίγη. Πάντως ήσυχος άνθρωπος. Παράξενη μα ακίνδυνη.
Μετά λίγες μέρες που μίλησαν η Σούλα κι αυτή στο κουζινάκι, βρήκαν να μου λείπουν τα κουτάλια. Όχι αυτά τα κοινά. Τ άλλα, με το μακρύ χερούλι, που' ναι μεγαλύτερα από του γλυκού. Αυτά που' χε για δοσομετρητές του καφέ και της ζάχαρης ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Τα φύλαγα γιατί μ' άρεζαν. Μου θύμιζαν τα παιδικάτα μου στο Πλωμάρι, τον καφενέ, τον πατέρα και τη μάννα. Εκείνο τον παλιό μας τον καφενέ με το πράσινο βαμμένο ξύλο, τα μπακίρια και το κλουβί με τον παπαγάλο.Το βούτηγμα του κουταλιού στο τσίγκινο κουτί, να γεμίζει ξέχειλο με την καφετιά σκόνη. Τα δάχτυλα του πατέρα. Τον ήχο από το νερό που' πλενε τα φλυτζάνια η μάννα, τη μυρωδιά του καφέ σαν φούσκωνε, το μωσαικό κάτω, μαύρα άσπρα τετράγωνα. Το θόρυβο από τα κομπολόγια που παίζανε οι γέροι. Και το τζουκ μποξ, Αυτό ήταν η λαχτάρα μου. Να βλέπω τα δισκάκια να πέφτουνε το ένα μετά τ' άλλο. Ν' ακούω τις μουσικές.
Έφαγα τον τόπο. Τα κουτάλια άφαντα. Στην αρχή τα' βαλα με τη Σούλα, με την καταραμένη της μανία να νοικοκυρεύει καταπώς της αρέσει τα πάντα. Αποδείχτηκε πως η Σούλα είχε να δει τα κουτάλια πολύ πριν από μένα. Τα φέραμε από δω, τα φέραμε από κει, στο τέλος ήρθε απάνω η κουβέντα με την Καλλιρρόη. Η Καλλιρρόη στο κουζινάκι, μόνη της όσο έβγαινε έξω η Σούλα να σερβίρει. Μόνη της κατά διαστήματα, ώρα αρκετή. Αρκετή να μπανίσει τα κουτάλια μέσα στο ντουλάπι που άνοιγε η Σούλα, βαλμένα όρθια στο ποτήρι. Αρκετή να σηκωθεί να τα πάρει, από πάνω της ήτανε το ντουλάπι και να τα βολέψει στο τσαντικό της. Μάλιστα. Έτσι εξηγούνται όλα. Κολλάει και με την βίδα της με τις παλιατζούρες. Ωραία η ρουφιάνα. Η Σούλα με διέκοψε. Άρχισε να μου λέει να μην κολάζομαι έτσι και πως δεν έχω καμιά απόδειξη και πως τόσος κόσμος μπαίνει στο μαγαζί, τη σαλή βρήκα να κατηγορήσω που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Και χαρά στα κουτάλια, λες κι ήτανε ασημένια. Τον τόπο πιάνανε, δεν τα χρησιμοποιούσα λέει και ποτέ. Φούντωσα. Κουμάντο να κάνει στα δικά της τα πράματα, όχι στα θυμητάρια του πατέρα μου. Θα μπαίνανε οι γέροι μες το κουζινάκι να κλέψουν τα κουταλάκια; Έχει μπει ποτέ πελάτης στο κουζινάκι εξόν από το Μπάμπη που μου' ναι αδερφός; Μετρημένα κουκιά είναι. Αλλά άκρη δεν θα' βγαζα με τη Σούλα. Εγώ ήξερα τί έγινε και ήμουνα αποφασισμένος να το ξεκαθαρίσω αμέσως.
Την άλλη μέρα φάνηκε η λεγάμενη, στρώθηκε στο μπροστινό τραπέζι και περίμενε να την κεράσουνε καφέ. Σηκώθηκα και γω, μια και δυο και τη βουτάω. Δε μου λες κυρα-Καλλιρρόη, για να' χουμε καλό ρώτημα, κάτι κουταλάκια που' χα μέσα κει στο κουζινάκι, στο ντουλάπι, μπας και τα πήρε το μάτι σου τις προάλλες που τα λέγατε με τη Σούλα; Γιατί τα' χασα και τα ψάχνω. Κοκκίνησε, άσπρισε, ξάσπρισε η δικιά σου, δε μίλησε. Κατέβασε το κεφάλι και κοιτούσε χάμω, μπας και βρει κανα τάλληρο. Είπα να τη μουντάρω μα βαστάχτηκα. Ήτανε και κόσμος μπροστά. Άκου να δεις τη λέω, την άλλη φορά που θα 'ρθεις να' χεις μαζί σου και τα κουταλάκια. Κατάλαβες; Και έχε χάρη κακομοίρα μου που'μαι καλός άνθρωπος και δε θέλω μπλεξίματα. Αλλά να ξέρεις, πρώτη φορά και τελευταία τούτη. Μετά θα πας από κει που βγήκες, Ξηγημένοι; Ξηγημένοι. Και γύρισα κι έφυγα. Ε μα ντε. Τη βάζεις μέσα, τη μαζεύεις, την κερνάς, ζεστογωνιάζει και να σε κλέβει; Δε το θέλει κι ο Θεός.
Δυο λεφτά μετά που βγήκα για παραγγελία, το μπροστινό τραπέζι είχε αδειάσει. Δεν έδωσα σημασία, λογικό ήτανε. Λέω θα ξανάρθει κάποια στιγμή,να γυρίσει τα κουτάλια. Ντάξει, μπορεί να μην της βάσταγε να τα δώσει στο χέρι. Θα τα' φηνε στον πάγκο, όπως άφηνε τα βασιλικά. Περάσανε μέρες. Δε φάνηκε. Η Σούλα μουρμούριζε όπως πάντα. Όλους τους λυπότανε και για όλους ήτανε σπλαχνικιά. Εξόν από μένα. Με τα πολλά φτάσανε τα χαμπέρια από έναν που μένανε στην ίδια πολυκατοικία. Τα μάζεψε η λεγάμενη κι έφυγε. Αμέσως μετά που της έκαμα την κουβέντα. Κι έχασε η Βενετιά βελόνι. Στον αγύριστο να πάει, γύρισα κι είπα της Σούλας. Σα πολύ δεν ασχοληθήκαμε μαζί της; Χαμένο κορμί ήτανε, πάει αλλού τώρα. Εδώ της βγήκε τ' όνομα. Αλλιά από μένα που' χασα τα κουταλάκια του πατέρα μου. Αλλά αν περιμένω από σένα να καταλάβεις...
Αυτά γινήκανε τότε κι η Καλλιρρόη έγινε παρελθόν.Ξέχασα τελείως και αυτή και τα κουτάλια τα παλιά του καφενέ του παιδικού μου. Είχα δουλειά στο δικό μου το καφενείο, γέννησε κι η κόρη μου, απόκτησα εγγονάκι, τ'όνομά μου του δώσανε. Διονύσης. Άλλη χαρά τέτοια δεν ένιωσα στη ζωή μου. Δεν ήξερα τί να του πρωτοπάρω, που να τον πρωτοπάω. Μια μέρα τον είχα πάει βόλτα κάτω στο Ζάππειο, στον Εθνικό Κήπο, να παίξει, να ταίσει τις πάπιες. Καθόμουνα κι εγώ πιο πέρα και τον αγνάντευα. Ευτυχισμένος. Όλα μου΄ τα 'χε δώσει η ζωή. Δόξα ο Μεγαλοδύναμος. Τίποτ' άλλο δε ζητώ. Μόνο να μεγαλώσει καλά ο Διονυσάκης μου και να τον χαρώ. Τίποτ' άλλο. Κι εκεί απάνω τον είδα. 
Ένα κουβάρι, στο διπλανό παγκάκι. Με μια κουβέρτα παλιακή, σαν κι αυτές που' χαμε στο χωριό. Τυλιγμένος, Στα πόδια του η καρώ τσάντα των άστεγων και ο πάτος από ένα χαρτοκούτι. Πάταγε κεί πάνω τα πόδια του σαν να φοβόταν μήπως λερώσει το χώμα.Βάσταγε μια τσάντα από σούπερμάρκετ. Έβγαλε έξω δυο γιαούρτια κι άρχισε να ψαχουλεύει μες την κουβέρτα. Ώρα ψαχούλευε. Τελικά έβγαλε έξω ένα πακετάκι δεμένο με λάστιχο. Το άνοιξε κι ετοιμάστηκε να φάει. Είδα να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο στόμα του και το κεσεδάκι, το κουτάλι με το μακρύ χερούλι και το φαρδύ σκάφος. Που έβγαζε γενναιόδωρες κουταλιές του καφέ και της ζάχαρης, που' κανε τα σχώρια στα μνημόσυνα πιο αληθινά και τον πόνο γλυκύτερο,το κουτάλι με τα πράσινα αρχικά στη ράχη. Το κουτάλι του πατέρα μου.