Με τη φλόγα που ψαί­νει και που πλά­θει,
με της καρ­διάς τη φλόγα, με του Λόγου
τη δύ­να­μη, ξε­σκέ­πα­στα, κα­θά­ρια,
και με τα χέρια, και με τα μα­χαί­ρια,
τον τόπο πάρτε.

Κάτου ση­μά­δια που έμπη­ξε το ψέμα!
Τα τα­ξί­μα­τα φέρτε στης Αλή­θειας
της ιερής το βωμό και τα σφα­χτά­ρια.
Στον τόπο απά­νου όχι πο­λέ­μων κά­στρα•
τα σκο­λειά χτί­στε!

Λιτά χτί­στε τα, απλό­χω­ρα, με­γά­λα,
γερά θε­με­λιω­μέ­να, από της χώρας
ακά­θαρ­της, πoλύ­βοης, αρ­ρω­στιά­ρας
μα­κριά μα­κριά τ’ ανή­λια­γα σο­κά­κια,
τα σκο­λειά χτί­στε!

Και τα πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα των τοί­χων
πε­ρίσ­σια ανοί­χτε, νάρ­χε­ται ο κυρ Ήλιος,
δια­φε­ντευ­τής, να χύ­νε­ται, να φεύ­γει,
ονει­ρε­μέ­νο πίσω του αρ­γο­σέρ­νο­ντας
το φεγ­γά­ρι.

Γιο­μί­ζο­ντάς τα να τα ζω­ντα­νεύ­ουν
μαϊ­στρά­λια και βο­ριά­δες και μελ­τέ­μια
με τους κε­λαϊ­δι­σμούς και με τους μό­σκους•
κι ο δά­σκα­λος, ποι­η­τής και τα βι­βλία
να είναι σαν κρίνα.

Του τρα­γου­διού τη γλώσ­σα αντι­λα­λώ­ντας,
και τα βι­βλία σαν τα τρα­γού­δια να είναι!
Στη γη της ομορ­φιάς, αρ­μα­τω­μέ­νη
την Επι­στή­μη, η Ομορ­φιά, χαρά της!
αρχή σο­φί­ας!

Τα σκο­λειά χτί­στε, υψώ­στε τα πλα­τά­νια
για το δροσό στης ρε­μα­τιάς τη χάρη,
για τον καρπό σπάρ­τε τα αμπέ­λια, ας είναι
τ’ αγαθά τους αγνά κρα­σιά, και ας είναι
γούρ­μα στα­φύ­λια,
λογής, κε­χρι­μπα­ρέ­νια, άλικα, μαύρα.

Όπου απλω­σιά, όπου ψή­λω­μα, όπου υγεία,
στα πέλαα ν’ αγνα­ντεύ­ουν τα κα­ρά­βια
και τους αϊ­τούς να λα­χτα­ράν και τ’ άστρα
στα ου­ρά­νια πλά­τια.

Και βα­θιούς τρά­φους γύρω γύρω σκά­φτε
και πύρ­γους πο­λε­μό­χα­ρους υψώ­στε
και βαρ­δια­τό­ρους βάλτε να κρα­τά­νε
μα­κριά μα­κριά τον ψεύτη και τον πλάνο
της Ρω­μιο­σύ­νης.

Ξό­βερ­γα και καρ­φιά κρατά και πάει
και πιά­νει και καρ­φώ­νει και σκο­τώ­νει•
του φτε­ρω­τού πιο απ’ όλα κυ­νη­γά­ρης,
αρ­χί­ζο­ντας από τις πε­τα­λού­δες,
φτά­νει στη Σκέψη