Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Άρχων Γαβριήλ



                                         Σ τη Σ υ κ α μ ι ά της Σερίφου, 13 Ι ο υ λ ί ο υ




Πάμε Συκαμιά , λοιπόν. Με τη βάρκα μας και τον Αρχάγγελο Γαβριήλ πλοηγό. “ Γαβριήλ αρχάγγελε Θεού, Θείος Αρχιστράτηγος και Υπουργός αναδέδειξαι και ταις λαμπρότησι και ταις φρυκτωρίαις τούτου αυγαζόμενος, αμέσως κατά μέθεξιν δεύτερον φως εχρημάτισας και φωτίζεις την περίγειον, εξαστράπτων τω κάλλει της δόξης Αυτου ”.
Κάνω το μπάνιο ή αλλιώς λούζομαι στα διαυγή νερά της Στυγός - Συκαμιάς που στεφανώνει τον Αρχάγγελο με τις μωβ δοξαστικές λυγαριές. Μυρίζουν εωθινά, αγγελικά οι λυγαριές. Μαζεύω μια αγκαλιά και κατευθύνομαι προς την εκκλησία. Λευκό εκκλησάκι με μεγάλο αυλόγυρο, πάνω από την παραλία. Χτυπά η καμπάνα του εσπερινού κι εγώ ξυπόλητη κι η άμμος της Συκαμιάς και τα βράχια της κι η θάλασσα η πράσινη με τη ράχη - βάθρο για βουτιές των παιδιών της Παναγιάς. Έτσι κυλά για κάποιους το καλοκαίρι. Λαγαρά . Χωρίς σκέψη. Χωρίς πολλά. Με λίγα και καλά.
Με τη μυρωδιά του χόρτου του ξερού, του χρώματος του ξανθισμένου της αθωότητας, με την αφή της αλμύρας, με τις ιαχές τις μακρινές των παιδιών που γεννούν τα κύματα. Χωρίς σκέψη. Αληθινά, χωρίς σκέψη.
Γιατί, τι να σκεφτείς μέσα στην άμμο ; Τι να μεριμνήσεις σκαρφαλώνοντας στα βράχια, ανακαλύπτοντας μια γαβάθα αλάτι καθαρό μέσα τους ; Τι να ζητήσεις όταν η Παναγιά σου’ χει στρωμένο τραπέζι κι ένα κοχύλι δώρο ; Κι όταν η καμπάνα της κι η θέα της σκεπής - σκέπης της σε κάνει από πένητα πλούσιο ; Από στρουθίον μονάζον επί δώματος, υιόν κατηρτισμένον εν των οίκω του Πατρός σου ; Από ρακένδυτο πτώμα , ψυχή αμφιεσμένη τον χιτώνα των κρίνων ; Από κορεσμένο άνθρωπο, ψυχή ιματισμένη εν ιματίοις λευκοίς ;
Ο εσπερινός της Συκαμιάς αρχίζει . “ Κύριε, εκέκραξα προς Σε...” Στέκομαι σε μια γωνιά , λευκή γωνιά. Αγωνίζομαι κάτι να κρατήσω ανέπαφο. Αρτοκλασία έξω. Τα τελευταία τροπάρια διασώζουν κάτι από την αίσθηση που ανέμενα. Ο κυρ- Παντελής βγάζει δίσκο για τον πατέρα της Ειρήνης. Στολίζω την εικόνα των Ταξιαρχών με τις ευωδιαστές λυγαριές μου. Καθόμαστε με το Γιώργο και τα μικρά του σ’ ωραία τράπεζα. Ένα μικρό παιδάκι ενός χρόνου με στοχεύει από μακριά , παίρνει φόρα και πέφτει στην αγκαλιά μου, έτσι , απρόσμενα. Ρωτάω τον παππού του με προσδοκία το όνομά του : “ Άγγελος” , μου λέει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε το σχόλιό σας: