Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Της Θείτσας
Πέρασα τις προάλλες από το σπίτι σου το παλιό το δίπατο με τη σκάλα και τον κήπο τον παλιακό. Όλα πεσμένα το μεγαλύτερο ρημάδι ατέλειωτο πολύ. Κάπου θαμμένος θα’ ναι κι ο αργαλειός εκείνος ο πελώριος στο κελλάρι το σκιερό το γέλιο σου χέρια πόδια τον κουνούσαν κάτι κιλίμια αριστουργήματα χρώματα παραδείσια τώρα ούτε που να τα δούνε στην τηλεοπτική δικτατορία. Οι πρώην αστοί. Περιβόλι με όλες τις τριανταφυλλιές τα κρινάκια στη γλάστρα με τ’ αλουμινόχορτο μου το φέρνεις για παρέα στην τούρτα μου 1968 από τότε ζούνε τα κρινάκια στον κήπο της μάνας σαρανταεννιά χρόνια Τέμενη Παγκράτι Βούλα. Είναι αλήθεια πατέρα πως ζούμε στην ακριβότερη περιοχή; Δυστυχώς παιδί μου
Το σχέδιο Μάρσαλ το εφάρμοσες με ακρίβεια δυναμισμό και χαμόγελο Τι κάθεσαι και κλαις Εγώ σαν ήμουνα , μπρατσόνι κι άλλον από κοντά Στην καρυδιά της αυλής σου χαρές τρατάρισμα του κουταλιού νερό κρούσταλλο απ’ το πηγάδι σου γνωριμιές οι αρραβωνιάρες Στρωματσάδες απάνω σκοτάδι στη σάλα η μυρωδιά του ξύλου στην κουζίνα ο Τέλης Φάτε χάμω ρε Φάτε χάμω. Κι ύστερα σιωπή ή μάλλον ουρλιαχτά Θυμάμαι την αγάπη σου έπαιρνες τηλέφωνο στο Παγκράτι μέσα απ’ τ΄αγκάθια ας μη πω για μένα Μόνο το γράμμα απ’ την αλλοδαπή με σώζει κι αν Γηροκομείο ο Άγιος Χαράλαμπος θυμάμαι το χαμόγελό σου επταπλασίως κεκαθαρμένο... Κι άστους να λένε.
· 

        ΠΑΙΔΟΣ Η ΒΑΣΙΛΙΗ

Κι είπα να κάνω μια ελικτική
Γύρω από τον εαυτό μου
Πού αλλού
Κράτησε δισεκατό χρόνια
Ένα millenium χωρίς λαμπάκια
Σαν τελείωσε, αργόσχολα κοιτούσα
Ένα μικρό ελατήριο, ξέμεινε
Θα το κρατήσω, σκέφτηκα
Σαν Ενθύμιο της σφαγής μου
Μην έχοντας άλλο τι
Τα δάχτυλά μου κινούσα
Πάνω κάτω τ' ανάπαλιν
Κι αυτό, ξεκαρδισμένο
Φούσκωνε ξεφούσκωνε πατικωνόταν
Για δες εκεί πόσο απλό ήταν
Τελικά