Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Μεγάλο και δύσκολο πράγμα να συχωράς. Η ετυμολογία πάντα βοηθά. Ξεκίνα από το να χωρέσετε μαζί, στον ίδιο χώρο, στην ίδια διακονία. Άφησε τη χαρά και το αυθεντικό μοίρασμα για αργότερα.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

                                                           Ριζιμιό

"Στο ριζαύτι,εκεί, να τρίβεις καλά, μου'λεγε η μάννα ενώ μ' έλουζε. Γοργό το χέρι της, αυτόματο, δεν είχε χάδι. Πού να το' βρει. Πολύς πόνος τότε. Όχι σαν σήμερα που όλα μας αναστατώνουν και τάχα μας πονούν. Σήμερα έχουμε ξεμάθει να πονάμε, βάζω στοίχημα. Κι ούτε χαιρόμαστε στ' αλήθεια, μέσα απ' την καρδιά μας. Όλο μισά χαμόγελα, όλο ψευτιά. Δε γελάει το μέσα μας γιατί ξεχάσαμε τον πόνο. Σ' επόνεσα λέγαμε παλιά σαν θέλαμε να πούμε πως πεθυμήσαμε τον άλλον ή τράβα να δεις την μάννα σου να την ξεπονέσεις. Τώρα κι οι αγάπες μισερές κι οι κουβέντες άνοστες. Τέλος πάντων. Σήμερα το μεσημέρι είπα να μαγειρέψω κάτι στην κουζίνα, μόνος νταραβερίζομαι έτσι κι αλλιώς. Απάνω στα μέσα έξω, πώς μου' ρθε ένα τραγούδι στο στόμα. "Μας κλέψαν την Αννούλα, Αννούλα μας γλυκιά, μας κλέψαν την Αννούλα, Σαρακατσάνισσα". Το ξέρεις;  Πού να το ξέρεις. Δε τα θυμάσαι που το τραγουδάγαμε με τη μακαρίτισσα τη μάννα σου στα τραπέζια, εδώ, κάτω στο χωριό; Τραγουδάγαμε ακόμα τότε. Και μετά τον πόλεμο και στον πόλεμο. Με το τραγούδι στο στόμα. Θυμάμαι μέχρι και το '70, 'το 80 τραγούδια. Μετά μούγκα. Στη στρούγκα που λέτε και σεις. Μια φορά πήρα να πω ένα δημοτικό, Τα παιδιά της Σαμαρίνας. Του πατέρα το τραγούδι. Πώς μ' έπιασε, μπήκα στο μεράκι να το πω. Έπεσ' απάνω μου εκείνος ο αδερφός σου. "Άει μωρέ παππού, κόφ' τις βλακείες". Κατάλαβες;
Δεν ήταν έτσι τότε. Και στο βουνό, μη νομίζεις, κι εκεί είχαμε σέβας. Εκεί κι αν είχαμε. Δεν μπορούσες να κουνηθείς άμα δεν έπαιρνες εντολή. Είχαμε αυστηρό κανονισμό για όλα, φαί, ύπνο, οπλισμό, τα πάντα. Χωρίς πειθαρχία να ξέρεις, ούτε στρατός κρατιέται, ούτε οικογένεια στεριώνει. Εμείς οι παλιοί τα ξέραμε αυτά και τα τιμούσαμε. Κι όταν είσαι σε πόλεμο κι έχεις το φασισταριό απέναντί σου, δεν σου φτάνει το δίκιο σου. Θέλει οργάνωση, ηγεσία και αυστηρή πειθαρχία. Έτσι ήμασταν εμείς. Και παλικάρια έ; Νέα παιδιά στα ντουζένια μας, μ' όλη την ορμή στα κορμιά μας. Ο Άρης σ' αυτά δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα, ετούτο δω στον αγώνα έλεγε θα το' χετε μονάχα για κατούρημα. Για την πατρίδα. Δεν κάναμε παλιοδουλειές εμείς, δεν αφήναν οι ανώτεροι. Άσε τί λένε τώρα. Τώρα δε ξέρουνε να χωρίσουνε δυο γαιδουριώνε άχυρα. Εμείς εχθρό είχαμε το Γερμανό και το βασιλιά, τους μοναρχοφασίστες. Εγώ ξέρω μονάχα τί τραβήξαμε. Εγώ που πολέμησα και στο πρώτο και στο δεύτερο αντάρτικο. Την έζησα και τη Βάρκιζα, τα' ζησα όλα. Τούτο δω το τομάρι είν' αργασμένο ο Θιος το ξέρει πόσο. Τι τηράς; Δε πιστεύεις; Δε τα ζήσατε σεις κι εσύ μαθές θα καταλάβαινες; Κι όμως. Ένανε σαν εσένα τον έσωσα στο πρώτο τ' αντάρτικο, είχανε πέσει απάνω του να τόνε φάνε. Παρατάτε κάτω το παιδί ωρέ κοπρίτες, τους εχούγιαξα. Ήτανε μικροί και τους ήφερα σε λογαριασμό. Δεν αφήναμε οι μεγαλύτεροι. Μιαν άλλη φορά ήτανε κάτι Αρτινοί κι είχανε βάλει στο μάτι ένα κορίτσι. Το' πα του Άρη. Με το μαστίγιο τους κανόνισε Όχι θα τους άφηνε να μαγαρίσουν τον αγώνα. Είχε τον τρόπο του ο Άρης, μην ακούς τί λένε τώρα Άλλες εποχές τότε. Πιο σκληρές. Καλύτερα που γεννήθηκες τώρα, καλύτερα για σένα. Πού να σε πήγαινα τότε Δε θα' ντεχες στο βουνό. Καλύτερα έτσι, να' χω κι εγώ έναν άνθρωπο να μιλάω. Μπαίλντισα μοναχός μου.
Δε σου'πα. 'Επαιζα κι όργανο. Κλαρίνο. Τώρα πια δε το πιάνω. Το' κοψα στο τέλος. Σαν μας διώξανε στην Αλβανία. Είπα τί να παίζω πιά. Γιατί. Εγώ έπαιζα με τα βουνά, για τον αγώνα, για τη λευτεριά. Τώρα; Στην Αλβανία ούτε που μίλαγα. Δε θυμάμαι πιο αμίλητο καιρό σ' όλη μου τη ζωή. ΄Ήμουνα σα το ζαγάρι κυνηγημένος, φοβισμένος, απελπισμένος. Θυμόμουνα τον Άρη που' λεγε να μην παραδώσουμε τα όπλα τότε. Τότε ξεκίνησε το κακό. Σηκώσανε κεφάλι τα φασιστόμουτρα, ποιοι, αυτοί που τους είχαμε κάτω απ' τη μπότα μας. Λίγοι τα κρύψανε τα όπλα, δε τα παραδώσανε. Κι εγώ ήθελα το κάμω, αλλά δε μ' αφήσανε κάτι παλιοσυντρόφοι. Γι αυτό πήγαμε μετά κατά διαόλου.Όλο νίκες και νίκες και το Κόμμα να κοκορεύεται και νάτα τα καζάντια μας. Μας πουλήσανε κι αφήσανε τους φασίστες να πάρουνε τη νίκη. Εμείς γιατί αγωνιστήκαμε; Τούτη τη μαχαιριά γιατί την κουβαλάω μια ζωή και πονάει σαν τις αμαρτίες μου; Θυμάσαι πού την πήρα; Έ; Στα' χω πει τόσες φορές. Δεν ακούς; Δε σου 'χω πει στη μάχη στον Αη-Θανάση που με πήρε στο κυνήγι ένας φασίστας και πιαστήκαμε στα χέρια, που τονε καθάρισα αλλά πρόλαβε να με μαχαιρώσει ο αλήτης; Τονε βλέπω ακόμα στον ύπνο μου όπως κειτότανε χάμω το παλιόσκυλο. Τραγουδάγανε κιόλα τα θρασίμια, του αιτού το γιό και το κέρατό τους το τράγιο. Καλά τους τα λεγε ο 'Αρης και στου γιδιού το κέρατο να χωθείτε ο λαός θα σας ξετρυπώσει. Κι όλα θα τα πληρώσετε. Εμείς πέσμου με τόσες θυσίες, με τόσα αίματα γιατί χάσαμε; Δεν ήτανε άδικο; Εμείς με τα λιανοντούφεκα και την παλικαριά και το δίκιο κι από την άλλη οι Εγγλέζοι και τα ναπάλμ. Τί να το κάμω το όπλο παρά πόδας. Μια ζωή παρά πόδας το χα. Και τί έγινε. Μ' αυτό έμεινα. Κανείς δε μας νιάστηκε.
Κι έχω και το Γιώργη κάτω να μου ανακατώνει τα συκώτια. Ένας καφές μ' απόμεινε και μένα, φαρμάκι μου τονε κάνει. Μόλις με βλέπει, αρχινάει. Μερικές φορές κάνω πως δεν τον βλέπω, πάω και κάθομαι με την πλάτη κόντρα του. Βουτάει το ούζο κι έρχεται γελαστός γελαστός να στρωθεί. Λες και τονε κάλεσα. Μια μέρα δε βαστάχτηκα και του' πα Δε μου λες ρε Γιώργη την όρεξή σου έχουμε κάθε πρωί νομίζεις; Ήτανε εκείνη η μέρα που' χε έρθει εδώ η μάννα σου κι έκαμε τη φασαρία, θυμάσαι; Ήμονα μπαιλντισμένος, καταστεναχωρημένος. Μόνο ο Γιώργης μου' λειπε κείνη την ώρα. Σοβάρεψε απότομα, παρεξηγήθηκε. Να φύγει βέβαια πού. Γιατί ρε βλάμη μ' αποπαίρνεις έτσι, μου έκαμε. Ντάξει, μπορεί να μην συμφωνούμε στα πολιτικά, αλλά εγώ τιμώ και τη φιλία και τη συγγένεια. Η καλημέρα είν' του Θεού, γιατί φέρνεσαι έτσι; Κόλωσα. Το' χω αυτό το ελάττωμα, μου το' χε επισημάνει κι ο Άρης και το θυμάμαι, αλλά τι τα θες, αλλάζει ο άνθρωπος; Δεν αλλάζει. Είμαι συναισθηματικός γαμώ το σόι μου και δε βαστάω να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Άμα με ρίξεις στο φιλότιμο και μου πιάσεις φιλίες και συγγένειες, με σκότωσες. Και μου' τα λεγε ο Άρης. Κόλωσα που λες και βάλθηκα να τον κοιτάω. Αυτό περίμενε κι αυτός. Έτσι κάνει πάντα, με μαλαγανιές με τουμπάρει κι ύστερα αρχίζει. Να τσαμπουνάει με τις ώρες. Για τον Μεταξά, τον βασιλιά, την ΕΡΕ, το ΠΑΣΟΚ και του κώλου τα εννιάμερα. Και τα λέει και μορφωμένα, με λεξιλόγιο. Κάποια στιγμή τον έκοψα και του λέω τί θα γίνει ρε Γιώργη, δε θα βάλεις καμιά τελεία, να πιάσουμε και μεις χαρτωσά; Το' πα δεν το'πα, όσο μου συντυχαίνεις κι εσύ, άλλο τόσο και δαύτος. Κάποια στιγμή σκώθηκα απάνω και φώναξα τον καφετζή, Κερασμένα του' πα εδώ του Γιώργη, γιατί πέρασα ωραία με την παρέα του. Και γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Μετά μούτρωσε κανα δυο μέρες και βρήκα την ησυχία μου. Αλλά γλυτώνεις απ' το κακό σπυρί; Δε γλυτώνεις. Κατέβηκα μια μέρα κι είχα κι ένα σφάχτη εδώ, στα πλευρά και τονε βλέπω στρωμένο γελαστό και μυρωδάτο, αναγούλιασα. Σα να μη συνέβαινε τίποτα. Ξανακατσικώθηκε στο τραπέζι και ξανά μανά. Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. Τώρα σε ρωτάω, άσχημα έκανε ο Άρης που τους καθάριζε κάτι τέτοιους; Έ, όχι, πες μου. Ξεβρώμιζε τον τόπο. Ή ο άλλος, ο Στάλιν, ο μεγάλος, που' χει λυσσάξει ο Γιώργης, μέρα νύχτα τα γκουλάγκ και τα γκουλάγκ. Άδικο είχε ο Στάλιν; Τί προσφέρουνε στην κοινωνία τέτοιοι άνθρωποι; Μόνο να σ' ανακατώνουν τα σκώτια σου είναι. Και να σου παίρνουν τα μυαλά στο καφενείο. Ν' αγιάσει το χεράκι τους λέω εγώ και λίγα κάνανε. Αυτό είναι το κακό, που εκάμαμε μισές δουλειές. Η βία αυτή δε δικαιολογείται λέει ο Γιώργης. Σάμπως καταλαβαίνει από επανάσταση; Τυπογράφος ο πατέρας του, πιασμένος με τους αστούς μια ζωή, βρήκε δουλειά έτοιμη, στρωμένη, γνωριμιές, τα πάντα. Για ρώτα και μας Γιωργάκη. Να ξενοδουλεύει η μάννα μια ζωή στο μεροκάματα, είχανε γίνει γυαλόχαρτο τα χέρια της. Ο πατέρας μια ζωή άρρωστος, ένα ψευτομεροκάματο στη χάση και στη φέξη, πέντε παιδιά, πέντε στόματα. Εγώ ούτε που πάτησα στο σχολείο, βγήκα κατευθείαν έξω, θελήματα, χωράφια, ότι δουλειά είχε ο καθείς. Και να' χεις το Γιώργη να σου μιλάει για δικαιοσύνη, ποιος, ο Γιώργης που τον ταίζανε στο στόμα. Τίποτα δεν ξέρεις, του'πα μια μέρα, δεν έχεις δει τη σκληράδα της ζωής. Νευρίασε. Ποιος εγώ, που πάντρεψα τρεις αδερφάδες και και και. Ναι Γιώργη, επάντρεψες τις αδερφάδες αλλά βρήκες έτοιμα. Και τα τυπογραφεία στη Σταδίου και λιοστάσα στον Έπαχτο και ποιος ξέρει τί άλλο. Ποιος ξέρει τί δουλειές εκάματε στην Κατοχή του λόγου σας. Πιο πολύ έτσι, για να τον τσιγκλίσω το'πα αυτό. Γίνηκε θηρίο. Τί λες μωρέ, τί ξεστόμισες. Είχε κι ένα δίκιο. Τίμιοι άνθρώποι ήτανε, αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς. Αλλά με είχε φέρει ως εδώ. Έκαμε πάλι κάτι μέρες να πιάσει κουβέντα. Αλλά έχει και τ' άλλο το χούι, κάνει και τον πολύ Χριστιανό. Και δεν βαστάει να κρατήσει μάνητα για πολύ. Μια φορά τονε στρίμωξα και του' λεγα για τις αδικίες που γίνονται στον κόσμο, τον φτωχό που τόνε τρώει το κέρδος του πλούσιου. Τί θα γίνει Γιώργη μ' όλα αυτά; Έχει ο Θεός, μου κάνει. Ο Θεός έχει Γιώργη, εμείς δεν έχουμε, του λέω κι εγώ. Μη βλαστημάς Λιάκο, μου κάνει. Κατάλαβες; Μετά με ρίχνει με κάτι τέτοια. Είσαι καλά; Γιατί σε βλέπω σα να κρυώνεις. Έλα δω να σου ρίξω απάνω σου την κουβερτούλα, εδώ, στον ώμο σου.





Καλά τους κάνανε τους αντιφρονούντες Τα μυαλά μας έχει πάρει στο καφενείο Καλά να τους κάνουνε του' πα κι εγώ.
Δε γινήκανε αυτά. Πατέρας μου και μάννα μου είναι Πώς θ' αλλάξω στα 70 μου Σπλαχνική σχέση.
Άμα χρειαστεί θα ξαναπάω. Λένε για τις ευθανασίες για τα dna για τους προγεννητικούς ελέγχους. Έσωσα τότε ένα κατσίκι, εσένα δε θα σωζα; ΄Δηλαδή θα μπορούσε να μην υπήρχες θα σε σώσω εγώ Θα ξανανέβω στο βουνό μαζί σου
Κουβαλά την εικόνα μιας ανάπηρης Ελλάδας που πάει να διασώσει Την ανάπηρη, μισή μνήμη του, αλλά και τον ολόκληρο νόστο του. "Θα σε σώσω". Του βάζει να φάει, τον περιποιείται. Του τον άφησαν, όσο ζούσε η γιαγιά, μετά διαχειρίζεται αυτός τη μνήμη. Σ' άφησαν σε μένα. Η τρυφερότητα η ασχήμια η τραγικότητα Το ψέμα κι η αλήθεια Ο θάνατος Τί α γίνει Οι ενοχές Το τραύμα Οι κακοφορμισμένες πληγές Ο Γλέζος Ο Φλωράκης Προσπαθεί να διασώσει τη δική του ανάπηρη αλήθεια και ταυτόχρονα να διασώσει την νοσταλγία, την αλήθεια την τρυφερότητα, το κολωβωμένο του όνειρο, ό,τι απέμεινε από την αλήθεια Την Ελλάδα που νοσταλγεί αλλά που είναι ανάπηρη. Η μισή, η κολοβωμένη αλήθεια.
Τί είναι; Eίναι δάσκαλος; Όχι. Ίσως τεχνίτης. Τυπογράφος.
Ο σύντροφος στο καφενείο, η άλλη μισή φωνή, η άλλη μισή αλήθεια. Το παιδί, το σχόλιο για την Ελλάδα. Της μνήμης αλλά και του παρόντος. Σχόλια στην σημερινή κατάσταση. Στον Σύριζα, στο ΚΚΕ. O άλλος του καφενείου είναι ο Νίκος. Αλλιώς θα τον λένε. Ο Χατζής. Γλύτωσε τις εξορίες. Η άλλη μισή Ελλάδα. Η γιαγιά. Πάει στον Επιτάφιο. Η μνήμη, ένα παιδί με σύνδρομο down. Σ' αφήνουνε εδώ. Βέβαια. Τί να σε κάμουνε. Τους πονάς. Κι η μνήμη πονάει. Αλλά δεν πετιέται.
Σχόλιο στο Μύρισε θυμάρι. Καλή πατρίδα σύντροφε. Ευτυχώς ηττηθήκαμε. Ορθοκωστά. Τα χαρτιά για τον εμφύλιο
Η σκλήρυνση. Η σκληρότητα. Ναι μεν αλλά. Δεν πας εύκολα ν' ακούσεις την άλλη πλευρά. Είναι το συναισθηματικό, το οικογενειακό φορτίο. Ο άλλος του λέει που τον πήραν αιχμάλωτο. Άλλο ο Χίτλερ. Είναι και το τί αίμα έχυσε κανείς Το ίδιο μετράει; Και το δίκιο; Ο ιδιότυπος ρατσισμός της αριστεράς.
Από τη μάννα ξεκινά η μνήμη.
Ναυπάκτιος είναι Πώς έμαθε κλαρίνο. Οι όχτοι, τα βουνά της Ναύπακτος. Στην Έπαχτο.
Έχει ο Θεός. Ο Θεός έχει, εμείς δεν έχουμε.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

              O χορός των Καλαβρύτων.



Χορεύουν. 

Με τα χέρια κατεβασμένα, 
τα μάτια στον ουρανό. 
Αλλόκοτος μαυροφορεμένος χορός 
που πατά τη γη. 
Να 'λειπαν τουλάχιστον τα τσεμπέρια. 
Μ' αυτά κοντεύουν το χώμα να βρέξουν. 

"Μακάρι να μη βρέξει", λέει μια, 
η άλλη σέρνει ένα βόγγο πέρ' απ' το λαγκάδι. Μας ξέχασε ο Θεός, μη το πεις. 
Πάτα το. 

Σκούζει βαθιά τ' αγρίμι.