Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Σαρανταλείτουργο στον παλιό Αη Γιώργη.

Μόλις πέρασα από το βενζινάδικο. Μυρίζω ολόκληρη καύσιμο, όπως στα παιδικά μου χρόνια. Συχαινόμουνα τη μυρωδιά αυτή μικρούλα, μου ερχόταν εμετός, φρικτό ανακάτωμα. Τώρα την έχω ανάγκη. Θα μπορούσα να καθόμουνα μέρα νύχτα σαν τζάνκι να την μυρίζω. Φαίνεται μου τελειώνουν γενικά τα καύσιμα. Δεκέμβρης μήνας και το κρατημένο στην γωνιά της τσάντας καλαντάρι δείχνει τα πατήματα για τα δικά μου Χριστούγεννα. Αυτά που τα' χω φυλαγμένα στον κρυφό χώρο των ελπίδων. Και στη μνήμη της καρδιάς. Την ευρύχωρη, σκιερή καταπακτή που χωρά το θαύμα. Εκεί κατευθύνομαι.
Ένα εκκλησάκι απ' τα μεγάλα, αυτά που παλιά ήταν οι ενοριακοί ναοί ενός χωριού με φιλοδοξίες κωμόπολης. Πέτρα γκριζόχρωμη με κεραμιδιές παύσεις, εικόνα Αιγιάλειας. Αυτός είναι ο παλιός Αη-Γιώργης της Τέμενης. Καλόγνωμος, φτωχός, παιδικός, λίγο πείσμων στο παλλιακό του φρόνημα. Μπροστά του μια επαρχιακή το ήθος, νοικοκυρίστικη καγκελόπορτα. Την τοποθέτησε εκεί το σταθερό χέρι σύγχρονου επιτρόπου, σίγουρου και περήφανου για την μέριμνα, απόλυτα ξένου προς την όποια αμφιβολία. Ναι. Ο Αη Γιώργης ο παλιός την δέχτηκε αυτή τη χειρονομία προστασίας του με αγέρωχη συγκατάβαση. Τί ξέρουν όλοι αυτοί οι καινούριοι από τα πάθια και τα λάθια των παλιών. Τί ξέρουν από το λαδωμένο πανί της χήρας που ερχότανε, μέσα Κατοχής, ν' ανάψει τα καντήλια του με το λάδι το στερνό. Τί ξέρουν από τα μαύρα ρούχα της Νικολάραινας, που' ρθε παραμονή Χριστουγέννων να κλάψει το μοναχογιό το σκοτωμένο.Που 'βαψε μαύρα τα σεντόνια της να μην ξαναντικρύσει το λευκό και κοιμόταν τυλιγμένη μες το κατώι με τα παλιά βαρέλια και τη μυρωδιά του κρασιού. Και μόνο αυτά να 'ταν. Περνούν οι μέρες, περνούν τα χρόνια. Ο αργαλειός της Τσεβούλας της Πούμπαινας έχει σιγήσει προ πολλού. Τον καταπλάκωσε το ίδιο το σπίτι που ρήμαξε. Θαφτήκανε τα χτένια και οι κλωστές κι ο πάγκος ο φιλόξενος, o καρυδένιος. Ποιος τον έκλαψε; Ποιος τον θυμάται; Τα χαλιά με τα κεντίδια και τα πλουμιά τους, με τα χρώματα της γης. των λουλουδιών και των παραμυθιών σαπίζουν στα υπόγεια των αγγόνων. Ζωντανά είναι στα όνειρα, στις ενοχές των αποτυχημένων νέων οικοκυρών. Της εξής μίας. Ζωντανά κυρίως στη σκιερή εκείνη καταπακτή. Εκεί στρώνονται επίσημα σαν δείχνει το καλαντάρι Σαραντάμερο, στρώνονται και ξεστρώνονται όπως τους πρέπει. Στο χώρο της καρδιάς. Εκεί που όλα είναι στη θέση τους.
  Το Σαραντάμερο το παλλιακό έχει μες την σκιερή καταπακτή ο Αη Γιώργης την τιμητική του. Εκεί που όλα είναι στη θέση τους ακούγεται η δική του η καμπάνα η γλυκόχορδη κάθε ξημέρωμα, σαράντα μέρες. Λειτουργάει κάθε μέρα κι ανεβαίνεις μαζί του τα σκαλοπάτια ένα ένα. Σε κρατά από το χέρι. Σε παραλαμβάνει μικρό, γεμάτο απορίες και φόβους και σε παραδίδει μεσήλικα χωρίς να το καταλαβαίνεις, με την ίδια ωστόσο παιδική νοσταλγία για το θαύμα. Για τα Χριστούγεννα. Δεν ξέρεις τίποτα. Απλώς εμπιστεύεσαι. Κρατάς γερά, σφιχτά το χέρι του Αη Γιώργη κι ανεβαίνεις. Κι ας πονούν τα γόνατα. Τί σημασία έχει. Στο άκουσμα της καμπάνας του ξαναγίνεσαι το κοριτσάκι, μπουμπουλωμένο γερά στο παλτουδάκι του με την κορδέλλα στα μαλλιά. Λίγο παράξενο, όχι και πολύ αυθόρμητο, πιπιλάς ακόμα τα δάχτυλα και χαιδεύεις τα μαλλιά σου. Δίπλα σου η ξανθόμαλλη φιλάσθενη αδελφούλα, χωμένη βαθύτερα στα μάλλινα . Δεν σε νοιάζει τί συμβαίνει γύρω, έχει πολύ κόσμο και μιλούν κι απότομα. Νοσταλγείς με την πιο αληθινή νοσταλγία των οκτώ σου χρόνων το βιβλίο σου και τον κόσμο του. Να βυθιστείς εκεί μέσα και να τ' αφήσεις όλα πίσω. Πίσω και εκτός. Στο δικό σου βασίλειο δεν μπαίνει κανείς και τίποτα.

H πιο μεγάλη νύχτα λένε. Χειμερινό ηλιοστάσιο. Η γιαγιά η Σούλα δίπλα από το πλατύχωρο πρεβάζι , ακίνητη στο κρεεββάτι αγρυπνά. Δεν μπορεί να μιλήσει, μόνο γνέφει και περιμένει Ν' ανοίξουν οι ουρανοί, να κάνει την ευχή. Όχι για την ίδια Για τα παιδιά και τ' αγγόνια της. Να χουνε καλή τύχη, καλό ριζικό. Να μη δούνε πολέμους. Να μην κλάψουνε αδικοσκοτωμένους. Να ρχεται γλυκά ο ύπνος στα βλέφαρά τους, να, έτσι. Αυτόν τον ύπνο τον εύκολο, τον παρηγορητή. Μόνον αυτόν ζητάει.

Έρχονται κι οι άλλοι. Όλοι μαζί, κατά τα Φώτα.( Η ευχή των Φώτων στον έναστρο ουρανό.) Ο παππούς ο Αντρέας και η θειά η Κική η πεταχτούλα. Ο Τέλης, σαν χτυπημένος, να τρέχουν τα αίματα, με χαμόγελο φωτεινό. Η Γιώτα κατεβαίνει τη σκάλα, κλωτσάει πέρα το τσεκούρι. "Εδώ ειν' σπίτι σας, φάτε χάμω ρε". Υψώνονται τα χέρια του Αντρίκου στην Παναγιά την Τρυπητή. Κι ύστερα ο θείος ο Αντρέας καβάλα στο τρακτέρ, μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνη. Στην καρότσα ένα τσούρμο πιτσιρίκια γεμάτα άμμο, κατευθείαν από το νησάκι. Από τη θάλασσα. Φέτες καρπουζιού κατα ποντίζονται σαν πελώριοι βράχοι σε ηφαιστειακές εκρήξεις, σωριάζονται οι ντομάτες και τα κρεμμύδια με κοσμογονική μεγαλοπρέπεια στον στον ωκεανό του λαδιού κι ο θείος ο Αντρέας διηγείται παραμύθια στο τσούρμο, ξαπλωμένος. Το ταψί το γιουβέτσι έρχεται από το φούρνο στα χέρια της θείας της Ελένης.Η μάνα εικοσάχρονη κοπέλα μαυροφορεμένη στέκεται στην πόρτα της καμαρούλας. Η Τσεβούλα η θείτσα δεν παύει να τηλεφωνάει κλαίγοντας. Δεν πειράζει. Ο άγιος Χαράλαμπος ακόμα εκεί είναι και καταλαβαίνει. Συμπονά. Ράγισε πρόσφατα.
Σταματάς στο τελευταίο σκαλί. Σαν να χαλάρωσε το σφίξιμο στο χέρι ο Άγιος. Ή μήπως τον άφησες εσύ. Δεν το θέλεις αυτό. Είναι τόσο αναγκαίο, γι αυτό στρέφεσαι και τον κοιτάς. Είναι πάντα εκεί, στην θέση του, εκεί που τον άφησες. Αιώνιος οδοδείκτης για τα Χριστούγεννα, για τον μυστικό χώρο της καρδιάς. Αιώνιος διαφυλαχτής του πιο καλά κρυμμένου και  αέναα αποκαλυπτόμενου μυστικού.
Σου φυλά μια θεσούλα, ένα ταπεινό στασιδάκι στη σιωπή του. Εκεί που συναντάς τις ψυχές και την ψυχή σου. Σήμερα, των Αγίων Νηπίων.

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

                                                Ο Παράγων Άνθρωπος

Μπαμ, μπουμ, σκρατς. Δεν το αποδίδω ακριβώς αλλά τρόμαξα εννοείται. Ούτε έτρεχα ούτε τίποτα. Έστριψα στο σύνηθες δρομάκι για να βγω στην Αλίμου να πάω στο σπιτάκι μου. Να με σκεπάσει, να με καταπιεί η μαύρη τρύπα της προσωπικής μου ραστώνης. Και ενώ οδηγούσα με το όραμα αυτό προ οφθαλμών, μπαμ σκρατς. Έντρομη εντός δευτερολέπτων συνειδητοποίησα πως είχα κοινώς φάει τον καθρέφτη ενός δεξιά σταθμευμένου οχήματος. Και τον δικό μου μαζί. Αυτό μου έλειπε τώρα σκέφτηκα και ποιούσα την ανάγκην φιλοτιμία παρκάρισα και κατέβηκα να δω τι έγινε τέλος πάντων.
Φτάνοντας στο αντίπαλο όχημα, αντίκρυσα ένα όρθιο ζεύγος να περιεργάζεται τον καθρέφτη του, ο οποίος είχε απωλέσει το τζάμι  και ίσως και κάτι άλλο. Ωχ σκέφτηκα ως πολύπαθη ιθαγενής, τί έχω ν' ακούσω τώρα. Μα πώς έγινε αυτό το πράγμα-σιγά το πράμα δηλαδή. Πλησιάζω ταπεινά, συντετριμμένη ως όφειλα. "Πω πω με συγχωρείτε πάρα πολύ". Είπα να πω αυτό αντί να πάρω προσβεβλημένο ύφος, όπως θα έκανε ο κάθε Έλλην οδηγός που σέβεται τον εαυτό του, φταίει δε φταίει. "Τί είναι αυτά που λέτε κυρία μου;'', ακούω από το αντίπαλον δέος. Είναι η κυρία του οχήματος. Μάλιστα. "Τί να την κάνω τη συγνώμη σας", συνεχίζει η κυρία, ένα βήμα πριν να δύναται να χαρακτηριστεί εν εξάλλω καταστάσει. "Δεν βλέπετε τι κάνατε; Και έχω να κάνω ταξίδι αύριο. Επαγγελματικό ταξίδι!".
Δυστυχώς σε αυτές τις περιπτώσεις και το χιούμορ και η ανύπαρκτη εν γένει ψυχραιμία μου με εγκαταλείπουν πάραυτα. Μεταμορφώνομαι επίσης πάραυτα σ' αυτό που πραγματικά είμαι και που δεν έχει νόημα να το καταγράψουμε εδώ. Άνοιξα λοιπόν διάπλατα τα χέρια μου, προέτεινα το στέρνο μου σε μια κίνηση αυτοεγκατάλειψης και της αντέτεινα: " Σκοτώστε με τότε λοιπόν! Ορίστε, σκοτώστε με!". Η κυρία, ελαφρώς σοκαρισμένη από τον ειρωνικό και οργισμένο μελοδραματισμό μου, με κοίταξε καλά καλά και συνέχισε ελαφρώς πτοημένη: "Έχω επαγγελματικό ταξίδι!". Και αμέσως, ανακτώντας πάραυτα κι αυτή τον τσαμπουκά της: "Να μου δώσετε το δικό σας να πάω! Αυτό να κάνετε!". Ο πληθυντικός πάντως παρέμενε εν χρήσει κι από τις δυο πλευρές. Μου' ρθε να της πω Σιγά μη σου δώσω το Αuris το υβριδικό να πάρω το Seat το τάδε επειδή κουνήθηκε ο καθρέφτης σου. Do I look like a Kotsos? Όπως λέει και μια φίλη μου. Επί το ελληνικώτερον, ψάχνεις για Κώτσους; Αλλά είπα να παραμείνουμε στα όρια του πληθυντικού.
Σε αυτή την αμήχανη στιγμή παρενέβη ο σύζυγος της κυρίας ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μείνει αμέτοχος στο όλο δράμα μιας και ο καθρέφτης είχε απορροφήσει όλη του την προσοχή. Με ήρεμο ύφος και τόνο είπε "Με εμένα να συνεννοηθείτε. Η γυναίκα μου ταράχτηκε, είναι ταραγμένη". 
Τον κοίταξα. Λογικός άνθρωπος φαινότανε. Επιτέλους. Η κυρία συνέχιζε να μουρμουρίζει αλλά έπαιζε άλλος μπάλλα τώρα. "Αυτοί είμαστε οι Έλληνες κύριε!", είπα εγώ, αναφερόμενη στην υστερία της συζύγου του, μην αντέχοντας να μη βγάλω το άχτι μου. Είπαμε, αυτή είμαι κι εγώ. "Τέλος πάντων", μου κάνει ο κύριος, που μέχρι στιγμής έπαιρνε βραβείο λογικής και νηφαλιότητας.Ας δούμε τώρα τι θα κάνουμε. Ασφάλεια έχετε; Kάγχασα. Και βέβαια είχα ασφάλεια. Παιδιόθεν. Όταν αυτός ήταν στα δέντρα μαζί με την συμβία του, εγώ είχα ασφάλεια ως νοικοκυροκόριτσο. Δεν τα είπα βέβαια έτσι. Μάλιστα, έκανε ο μέχρι στιγμής Βορειοευρωπαίος κύριος. Τι ασφάλεια έχετε; Κανονικά εκεί θα έπρεπε να τσινίσω, αλλά η κενοδοξία δεν με άφησε. Εκστόμισα με περηφάνεια το όνομα της τιμημένης Ασφαλιστικής μου, η οποία σημειωτέον είχε φανεί μάλλον παραδόπιστη σε δύσκολες στιγμές. Μάλιστα, ξανάπε ο κύριος Για να δούμε. Το δίπλωμα το  έχετε; Την άδεια; Άρχισα ευλόγως να τσαντίζομαι. Μουρμούρισα κάτι θιγμένα και αξιοπρεπέστατα κατευθύνθηκα προς το όχημά μου. Όσο εγώ έψαχνα για τα σχετικά, ο κύριος άρχισε να ψαχουλεύει τον φαινόμενο ως αποκολληθέντα καθρέφτη του. Τον παρακολουθούσα μέσα από τον δικό μου ακέραιο συνάδελφο. Με επιδέξιες κινήσεις μάστορα, έδωσε πήρε, επανατοποθέτησε τον καθρέφτη ο οποίος τελικώς δεν είχε σπάσει. Η υπόθεση θα έπρεπε λογικά να είναι τελειωμένη. Λάθος κατάλαβα. Βγήκα έξω με τα έγγραφα στο χέρι, πήγα κοντά στον κύριο και θαύμασα τον καθρέφτη ο οποίος έμοιαζε καινούργιος. Μπράβο, λέω, τον φτιάξατε. Ναι, μου κάνει ο κύριος Αλλά δεν ξέρουμε τι βλάβη μπορεί να έχει υποστεί. Έμεινα να τον κοιτάω. Δηλαδή τι βλάβη θα μπορούσε να έχει υποστεί ένας καθρέφτης, ο οποίος είχε μόλις εκτελέσει όλες τις στροφές και πιρουέτες που όφειλε εργοστασιακά να κάνει όταν ο κύριος πάτησε τα σχετικά κουμπιά, όπως είχα παρατηρήσει μέσα από το όχημά μου; Τέλος πάντων Του ενεχείρισα, κακώς, τα έγγραφά μου.

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

                                         Joining a 30-day challenge to post work publicly

                                          Τα μακριά κουτάλια των καφενείων.

Ότι της άρεσαν τα παλιά και εκκεντρικά πράγματα, τα εποχής που λέμε, ήταν γνωστό σε όλους. Μια βόλτα από το μικρό της υπόγειο να έκανες-και δεν ήταν δύσκολο-, το διαπίστωνες αμέσως. Φίσκα σε όλων των ειδών τις απιθανότητες, ξυριστικά του 40, λεκάνες τσίγκινες, κάτι συσκευασίες από πομάδες προπολεμικές. Η ίδια ήταν ντυμένη σαν ξεπεσμένη θεατρίνα της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, με εσάρπες που τις πατούσε, μπότες κολλητές δερμάτινες, μαλλί φουσκωτό πέντε τριχών. Και ένα ρουζ εξωφρενικό που την αγρίευε χειρότερα, τα σταφιδιασμένα της μάγουλα. Τη λυπόμουνα κι εγώ κι η Σούλα και την αφήναμε να πίνει το καφεδάκι της που και που. Καθότανε στο τραπεζάκι κοντά στην πόρτα, με γυρισμένη την πλάτη στους άλλους. Πολύ διακριτική και ήσυχη είναι αλήθεια.. Δεν της έπαιρνες εύκολα κουβέντα, δε βόηθαγε  κι η εμφάνισή της. Όταν πρωτόρθε στο υπόγειο και έσκασε μύτη στο καφενείο, γέλαγε ο κόσμος. Σταματάγανε την πρέφα και κοιτάγανε. Κάτι πορνόγεροι την είπανε για τέτοια, ξοφλημένη, και ψαχνόντουσαν κιόλα. Με αηδίαζαν. Στην αρχή γέλαγα κι εγώ, μετά τη συνήθισα, για να μην πω τη συμπάθησα και τσαντιζόμουνα σαν άκουγα κοροιδίες, Μετά πάψανε κι αυτές, έγινε η Καλλιρρόη κάτι σαν τους τοίχους ή σαν το ντουμάνι του καφενείου. Αόρατη. Καλλιρρόη τήνε λέγανε. Αλαφροίσκιωτο όνομα, σαν και την ίδια.
Σιγά-σιγά έπιασε φιλίες με τη Σούλα. Φιλίες δηλαδή που λέει ο λόγος. Ερχότανε δειλά στο πάγκο και ζήταε λίγη ζάχαρη ή λίγο ούζο. Καμιά φορά έφερνε ένα ματσάκι βασιλικό, τ' άφηνε εκεί κι εξαφανιζόταν.Mια μέρα η Σούλα δεν την άφησε να φύγει. Την τράβηξε μέσα από τον πάγκο, την έστρωσε σε μια καρέκλα μπρος σ'ένα κατοστάρι και της κάνει Μπρος λέγε μου. Πέστα. Κι άρχισε να μιλάει η Καλλιρόη μ' εκείνη την τρεμουλιάρα φωνή, με το βλέμμα στραμμένο κάτω και τα χείλια ξεραμένα, να τα δροσίζει που και που με μια γουλιά κρασί. Τα 'μαθε όλα η Σούλα. Για τα νιάτα της στη Θράκη, για τους γάμους που έκαμε και τα καζάντια της, για το τσίρκο, το μπουλούκι που την περιμάζεψε και γυρνάγανε την επαρχία. Για τη φυλακή όταν τίναξε κανόνι ο δήθεν θιασάρχης, ο αρχιμπουλουκτζής δηλαδή και πλακώσανε οι χωροφυλάκοι μιλημένοι και βρήκανε πρέζα μες τα σέα του λεγάμενου. Τους μπαγλαρώσνε όλους και την Καλλιρρόη μαζί. Έκαμε δεκαπέντε μήνες φυλακή μέχρι που μεσολάβησε ο νουνός της που είχε άκρες στις αρχές και την έβγαλε. Της βρήκε και δουλειά, σ' ένα βεστιάριο, έκατσε εκεί χρόνια, έμαθε και ράψιμο. Εκεί φαίνεται την κόλλησε η μανία με τις αντίκες. Σαν έκλεισε το βεστιάριο, βρέθηκε χωρίς δουλειά. Κάπου εκεί την έβγαλε η άκρη της κατά τη γειτονιά μας και νοίκιασε με κάτι ψευτολεφτουδάκια που' χε μαζεμένα το υπόγειο. Αυτή ήταν η Καλλιρρόη. Ούτε πολλή ούτε λίγη. Πάντως ήσυχος άνθρωπος. Παράξενη μα ακίνδυνη.
Μετά λίγες μέρες που μίλησαν η Σούλα κι αυτή στο κουζινάκι, βρήκαν να μου λείπουν τα κουτάλια. Όχι αυτά τα κοινά. Τ άλλα, με το μακρύ χερούλι, που' ναι μεγαλύτερα από του γλυκού. Αυτά που' χε για δοσομετρητές του καφέ και της ζάχαρης ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Τα φύλαγα γιατί μ' άρεζαν. Μου θύμιζαν τα παιδικάτα μου στο Πλωμάρι, τον καφενέ, τον πατέρα και τη μάννα. Εκείνο τον παλιό μας τον καφενέ με το πράσινο βαμμένο ξύλο, τα μπακίρια και το κλουβί με τον παπαγάλο.Το βούτηγμα του κουταλιού στο τσίγκινο κουτί, να γεμίζει ξέχειλο με την καφετιά σκόνη. Τα δάχτυλα του πατέρα. Τον ήχο από το νερό που' πλενε τα φλυτζάνια η μάννα, τη μυρωδιά του καφέ σαν φούσκωνε, το μωσαικό κάτω, μαύρα άσπρα τετράγωνα. Το θόρυβο από τα κομπολόγια που παίζανε οι γέροι. Και το τζουκ μποξ, Αυτό ήταν η λαχτάρα μου. Να βλέπω τα δισκάκια να πέφτουνε το ένα μετά τ' άλλο. Ν' ακούω τις μουσικές.
Έφαγα τον τόπο. Τα κουτάλια άφαντα. Στην αρχή τα' βαλα με τη Σούλα, με την καταραμένη της μανία να νοικοκυρεύει καταπώς της αρέσει τα πάντα. Αποδείχτηκε πως η Σούλα είχε να δει τα κουτάλια πολύ πριν από μένα. Τα φέραμε από δω, τα φέραμε από κει, στο τέλος ήρθε απάνω η κουβέντα με την Καλλιρρόη. Η Καλλιρρόη στο κουζινάκι, μόνη της όσο έβγαινε έξω η Σούλα να σερβίρει. Μόνη της κατά διαστήματα, ώρα αρκετή. Αρκετή να μπανίσει τα κουτάλια μέσα στο ντουλάπι που άνοιγε η Σούλα, βαλμένα όρθια στο ποτήρι. Αρκετή να σηκωθεί να τα πάρει, από πάνω της ήτανε το ντουλάπι και να τα βολέψει στο τσαντικό της. Μάλιστα. Έτσι εξηγούνται όλα. Κολλάει και με την βίδα της με τις παλιατζούρες. Ωραία η ρουφιάνα. Η Σούλα με διέκοψε. Άρχισε να μου λέει να μην κολάζομαι έτσι και πως δεν έχω καμιά απόδειξη και πως τόσος κόσμος μπαίνει στο μαγαζί, τη σαλή βρήκα να κατηγορήσω που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Και χαρά στα κουτάλια, λες κι ήτανε ασημένια. Τον τόπο πιάνανε, δεν τα χρησιμοποιούσα λέει και ποτέ. Φούντωσα. Κουμάντο να κάνει στα δικά της τα πράματα, όχι στα θυμητάρια του πατέρα μου. Θα μπαίνανε οι γέροι μες το κουζινάκι να κλέψουν τα κουταλάκια; Έχει μπει ποτέ πελάτης στο κουζινάκι εξόν από το Μπάμπη που μου' ναι αδερφός; Μετρημένα κουκιά είναι. Αλλά άκρη δεν θα' βγαζα με τη Σούλα. Εγώ ήξερα τί έγινε και ήμουνα αποφασισμένος να το ξεκαθαρίσω αμέσως.
Την άλλη μέρα φάνηκε η λεγάμενη, στρώθηκε στο μπροστινό τραπέζι και περίμενε να την κεράσουνε καφέ. Σηκώθηκα και γω, μια και δυο και τη βουτάω. Δε μου λες κυρα-Καλλιρρόη, για να' χουμε καλό ρώτημα, κάτι κουταλάκια που' χα μέσα κει στο κουζινάκι, στο ντουλάπι, μπας και τα πήρε το μάτι σου τις προάλλες που τα λέγατε με τη Σούλα; Γιατί τα' χασα και τα ψάχνω. Κοκκίνησε, άσπρισε, ξάσπρισε η δικιά σου, δε μίλησε. Κατέβασε το κεφάλι και κοιτούσε χάμω, μπας και βρει κανα τάλληρο. Είπα να τη μουντάρω μα βαστάχτηκα. Ήτανε και κόσμος μπροστά. Άκου να δεις τη λέω, την άλλη φορά που θα 'ρθεις να' χεις μαζί σου και τα κουταλάκια. Κατάλαβες; Και έχε χάρη κακομοίρα μου που'μαι καλός άνθρωπος και δε θέλω μπλεξίματα. Αλλά να ξέρεις, πρώτη φορά και τελευταία τούτη. Μετά θα πας από κει που βγήκες, Ξηγημένοι; Ξηγημένοι. Και γύρισα κι έφυγα. Ε μα ντε. Τη βάζεις μέσα, τη μαζεύεις, την κερνάς, ζεστογωνιάζει και να σε κλέβει; Δε το θέλει κι ο Θεός.
Δυο λεφτά μετά που βγήκα για παραγγελία, το μπροστινό τραπέζι είχε αδειάσει. Δεν έδωσα σημασία, λογικό ήτανε. Λέω θα ξανάρθει κάποια στιγμή,να γυρίσει τα κουτάλια. Ντάξει, μπορεί να μην της βάσταγε να τα δώσει στο χέρι. Θα τα' φηνε στον πάγκο, όπως άφηνε τα βασιλικά. Περάσανε μέρες. Δε φάνηκε. Η Σούλα μουρμούριζε όπως πάντα. Όλους τους λυπότανε και για όλους ήτανε σπλαχνικιά. Εξόν από μένα. Με τα πολλά φτάσανε τα χαμπέρια από έναν που μένανε στην ίδια πολυκατοικία. Τα μάζεψε η λεγάμενη κι έφυγε. Αμέσως μετά που της έκαμα την κουβέντα. Κι έχασε η Βενετιά βελόνι. Στον αγύριστο να πάει, γύρισα κι είπα της Σούλας. Σα πολύ δεν ασχοληθήκαμε μαζί της; Χαμένο κορμί ήτανε, πάει αλλού τώρα. Εδώ της βγήκε τ' όνομα. Αλλιά από μένα που' χασα τα κουταλάκια του πατέρα μου. Αλλά αν περιμένω από σένα να καταλάβεις...
Αυτά γινήκανε τότε κι η Καλλιρρόη έγινε παρελθόν.Ξέχασα τελείως και αυτή και τα κουτάλια τα παλιά του καφενέ του παιδικού μου. Είχα δουλειά στο δικό μου το καφενείο, γέννησε κι η κόρη μου, απόκτησα εγγονάκι, τ'όνομά μου του δώσανε. Διονύσης. Άλλη χαρά τέτοια δεν ένιωσα στη ζωή μου. Δεν ήξερα τί να του πρωτοπάρω, που να τον πρωτοπάω. Μια μέρα τον είχα πάει βόλτα κάτω στο Ζάππειο, στον Εθνικό Κήπο, να παίξει, να ταίσει τις πάπιες. Καθόμουνα κι εγώ πιο πέρα και τον αγνάντευα. Ευτυχισμένος. Όλα μου΄ τα 'χε δώσει η ζωή. Δόξα ο Μεγαλοδύναμος. Τίποτ' άλλο δε ζητώ. Μόνο να μεγαλώσει καλά ο Διονυσάκης μου και να τον χαρώ. Τίποτ' άλλο. Κι εκεί απάνω τον είδα. 
Ένα κουβάρι, στο διπλανό παγκάκι. Με μια κουβέρτα παλιακή, σαν κι αυτές που' χαμε στο χωριό. Τυλιγμένος, Στα πόδια του η καρώ τσάντα των άστεγων και ο πάτος από ένα χαρτοκούτι. Πάταγε κεί πάνω τα πόδια του σαν να φοβόταν μήπως λερώσει το χώμα.Βάσταγε μια τσάντα από σούπερμάρκετ. Έβγαλε έξω δυο γιαούρτια κι άρχισε να ψαχουλεύει μες την κουβέρτα. Ώρα ψαχούλευε. Τελικά έβγαλε έξω ένα πακετάκι δεμένο με λάστιχο. Το άνοιξε κι ετοιμάστηκε να φάει. Είδα να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο στόμα του και το κεσεδάκι, το κουτάλι με το μακρύ χερούλι και το φαρδύ σκάφος. Που έβγαζε γενναιόδωρες κουταλιές του καφέ και της ζάχαρης, που' κανε τα σχώρια στα μνημόσυνα πιο αληθινά και τον πόνο γλυκύτερο,το κουτάλι με τα πράσινα αρχικά στη ράχη. Το κουτάλι του πατέρα μου.




Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Μεγάλο και δύσκολο πράγμα να συχωράς. Η ετυμολογία πάντα βοηθά. Ξεκίνα από το να χωρέσετε μαζί, στον ίδιο χώρο, στην ίδια διακονία. Άφησε τη χαρά και το αυθεντικό μοίρασμα για αργότερα.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

                                                           Ριζιμιό

"Στο ριζαύτι,εκεί, να τρίβεις καλά, μου'λεγε η μάννα ενώ μ' έλουζε. Γοργό το χέρι της, αυτόματο, δεν είχε χάδι. Πού να το' βρει. Πολύς πόνος τότε. Όχι σαν σήμερα που όλα μας αναστατώνουν και τάχα μας πονούν. Σήμερα έχουμε ξεμάθει να πονάμε, βάζω στοίχημα. Κι ούτε χαιρόμαστε στ' αλήθεια, μέσα απ' την καρδιά μας. Όλο μισά χαμόγελα, όλο ψευτιά. Δε γελάει το μέσα μας γιατί ξεχάσαμε τον πόνο. Σ' επόνεσα λέγαμε παλιά σαν θέλαμε να πούμε πως πεθυμήσαμε τον άλλον ή τράβα να δεις την μάννα σου να την ξεπονέσεις. Τώρα κι οι αγάπες μισερές κι οι κουβέντες άνοστες. Τέλος πάντων. Σήμερα το μεσημέρι είπα να μαγειρέψω κάτι στην κουζίνα, μόνος νταραβερίζομαι έτσι κι αλλιώς. Απάνω στα μέσα έξω, πώς μου' ρθε ένα τραγούδι στο στόμα. "Μας κλέψαν την Αννούλα, Αννούλα μας γλυκιά, μας κλέψαν την Αννούλα, Σαρακατσάνισσα". Το ξέρεις;  Πού να το ξέρεις. Δε τα θυμάσαι που το τραγουδάγαμε με τη μακαρίτισσα τη μάννα σου στα τραπέζια, εδώ, κάτω στο χωριό; Τραγουδάγαμε ακόμα τότε. Και μετά τον πόλεμο και στον πόλεμο. Με το τραγούδι στο στόμα. Θυμάμαι μέχρι και το '70, 'το 80 τραγούδια. Μετά μούγκα. Στη στρούγκα που λέτε και σεις. Μια φορά πήρα να πω ένα δημοτικό, Τα παιδιά της Σαμαρίνας. Του πατέρα το τραγούδι. Πώς μ' έπιασε, μπήκα στο μεράκι να το πω. Έπεσ' απάνω μου εκείνος ο αδερφός σου. "Άει μωρέ παππού, κόφ' τις βλακείες". Κατάλαβες;
Δεν ήταν έτσι τότε. Και στο βουνό, μη νομίζεις, κι εκεί είχαμε σέβας. Εκεί κι αν είχαμε. Δεν μπορούσες να κουνηθείς άμα δεν έπαιρνες εντολή. Είχαμε αυστηρό κανονισμό για όλα, φαί, ύπνο, οπλισμό, τα πάντα. Χωρίς πειθαρχία να ξέρεις, ούτε στρατός κρατιέται, ούτε οικογένεια στεριώνει. Εμείς οι παλιοί τα ξέραμε αυτά και τα τιμούσαμε. Κι όταν είσαι σε πόλεμο κι έχεις το φασισταριό απέναντί σου, δεν σου φτάνει το δίκιο σου. Θέλει οργάνωση, ηγεσία και αυστηρή πειθαρχία. Έτσι ήμασταν εμείς. Και παλικάρια έ; Νέα παιδιά στα ντουζένια μας, μ' όλη την ορμή στα κορμιά μας. Ο Άρης σ' αυτά δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα, ετούτο δω στον αγώνα έλεγε θα το' χετε μονάχα για κατούρημα. Για την πατρίδα. Δεν κάναμε παλιοδουλειές εμείς, δεν αφήναν οι ανώτεροι. Άσε τί λένε τώρα. Τώρα δε ξέρουνε να χωρίσουνε δυο γαιδουριώνε άχυρα. Εμείς εχθρό είχαμε το Γερμανό και το βασιλιά, τους μοναρχοφασίστες. Εγώ ξέρω μονάχα τί τραβήξαμε. Εγώ που πολέμησα και στο πρώτο και στο δεύτερο αντάρτικο. Την έζησα και τη Βάρκιζα, τα' ζησα όλα. Τούτο δω το τομάρι είν' αργασμένο ο Θιος το ξέρει πόσο. Τι τηράς; Δε πιστεύεις; Δε τα ζήσατε σεις κι εσύ μαθές θα καταλάβαινες; Κι όμως. Ένανε σαν εσένα τον έσωσα στο πρώτο τ' αντάρτικο, είχανε πέσει απάνω του να τόνε φάνε. Παρατάτε κάτω το παιδί ωρέ κοπρίτες, τους εχούγιαξα. Ήτανε μικροί και τους ήφερα σε λογαριασμό. Δεν αφήναμε οι μεγαλύτεροι. Μιαν άλλη φορά ήτανε κάτι Αρτινοί κι είχανε βάλει στο μάτι ένα κορίτσι. Το' πα του Άρη. Με το μαστίγιο τους κανόνισε Όχι θα τους άφηνε να μαγαρίσουν τον αγώνα. Είχε τον τρόπο του ο Άρης, μην ακούς τί λένε τώρα Άλλες εποχές τότε. Πιο σκληρές. Καλύτερα που γεννήθηκες τώρα, καλύτερα για σένα. Πού να σε πήγαινα τότε Δε θα' ντεχες στο βουνό. Καλύτερα έτσι, να' χω κι εγώ έναν άνθρωπο να μιλάω. Μπαίλντισα μοναχός μου.
Δε σου'πα. 'Επαιζα κι όργανο. Κλαρίνο. Τώρα πια δε το πιάνω. Το' κοψα στο τέλος. Σαν μας διώξανε στην Αλβανία. Είπα τί να παίζω πιά. Γιατί. Εγώ έπαιζα με τα βουνά, για τον αγώνα, για τη λευτεριά. Τώρα; Στην Αλβανία ούτε που μίλαγα. Δε θυμάμαι πιο αμίλητο καιρό σ' όλη μου τη ζωή. ΄Ήμουνα σα το ζαγάρι κυνηγημένος, φοβισμένος, απελπισμένος. Θυμόμουνα τον Άρη που' λεγε να μην παραδώσουμε τα όπλα τότε. Τότε ξεκίνησε το κακό. Σηκώσανε κεφάλι τα φασιστόμουτρα, ποιοι, αυτοί που τους είχαμε κάτω απ' τη μπότα μας. Λίγοι τα κρύψανε τα όπλα, δε τα παραδώσανε. Κι εγώ ήθελα το κάμω, αλλά δε μ' αφήσανε κάτι παλιοσυντρόφοι. Γι αυτό πήγαμε μετά κατά διαόλου.Όλο νίκες και νίκες και το Κόμμα να κοκορεύεται και νάτα τα καζάντια μας. Μας πουλήσανε κι αφήσανε τους φασίστες να πάρουνε τη νίκη. Εμείς γιατί αγωνιστήκαμε; Τούτη τη μαχαιριά γιατί την κουβαλάω μια ζωή και πονάει σαν τις αμαρτίες μου; Θυμάσαι πού την πήρα; Έ; Στα' χω πει τόσες φορές. Δεν ακούς; Δε σου 'χω πει στη μάχη στον Αη-Θανάση που με πήρε στο κυνήγι ένας φασίστας και πιαστήκαμε στα χέρια, που τονε καθάρισα αλλά πρόλαβε να με μαχαιρώσει ο αλήτης; Τονε βλέπω ακόμα στον ύπνο μου όπως κειτότανε χάμω το παλιόσκυλο. Τραγουδάγανε κιόλα τα θρασίμια, του αιτού το γιό και το κέρατό τους το τράγιο. Καλά τους τα λεγε ο 'Αρης και στου γιδιού το κέρατο να χωθείτε ο λαός θα σας ξετρυπώσει. Κι όλα θα τα πληρώσετε. Εμείς πέσμου με τόσες θυσίες, με τόσα αίματα γιατί χάσαμε; Δεν ήτανε άδικο; Εμείς με τα λιανοντούφεκα και την παλικαριά και το δίκιο κι από την άλλη οι Εγγλέζοι και τα ναπάλμ. Τί να το κάμω το όπλο παρά πόδας. Μια ζωή παρά πόδας το χα. Και τί έγινε. Μ' αυτό έμεινα. Κανείς δε μας νιάστηκε.
Κι έχω και το Γιώργη κάτω να μου ανακατώνει τα συκώτια. Ένας καφές μ' απόμεινε και μένα, φαρμάκι μου τονε κάνει. Μόλις με βλέπει, αρχινάει. Μερικές φορές κάνω πως δεν τον βλέπω, πάω και κάθομαι με την πλάτη κόντρα του. Βουτάει το ούζο κι έρχεται γελαστός γελαστός να στρωθεί. Λες και τονε κάλεσα. Μια μέρα δε βαστάχτηκα και του' πα Δε μου λες ρε Γιώργη την όρεξή σου έχουμε κάθε πρωί νομίζεις; Ήτανε εκείνη η μέρα που' χε έρθει εδώ η μάννα σου κι έκαμε τη φασαρία, θυμάσαι; Ήμονα μπαιλντισμένος, καταστεναχωρημένος. Μόνο ο Γιώργης μου' λειπε κείνη την ώρα. Σοβάρεψε απότομα, παρεξηγήθηκε. Να φύγει βέβαια πού. Γιατί ρε βλάμη μ' αποπαίρνεις έτσι, μου έκαμε. Ντάξει, μπορεί να μην συμφωνούμε στα πολιτικά, αλλά εγώ τιμώ και τη φιλία και τη συγγένεια. Η καλημέρα είν' του Θεού, γιατί φέρνεσαι έτσι; Κόλωσα. Το' χω αυτό το ελάττωμα, μου το' χε επισημάνει κι ο Άρης και το θυμάμαι, αλλά τι τα θες, αλλάζει ο άνθρωπος; Δεν αλλάζει. Είμαι συναισθηματικός γαμώ το σόι μου και δε βαστάω να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Άμα με ρίξεις στο φιλότιμο και μου πιάσεις φιλίες και συγγένειες, με σκότωσες. Και μου' τα λεγε ο Άρης. Κόλωσα που λες και βάλθηκα να τον κοιτάω. Αυτό περίμενε κι αυτός. Έτσι κάνει πάντα, με μαλαγανιές με τουμπάρει κι ύστερα αρχίζει. Να τσαμπουνάει με τις ώρες. Για τον Μεταξά, τον βασιλιά, την ΕΡΕ, το ΠΑΣΟΚ και του κώλου τα εννιάμερα. Και τα λέει και μορφωμένα, με λεξιλόγιο. Κάποια στιγμή τον έκοψα και του λέω τί θα γίνει ρε Γιώργη, δε θα βάλεις καμιά τελεία, να πιάσουμε και μεις χαρτωσά; Το' πα δεν το'πα, όσο μου συντυχαίνεις κι εσύ, άλλο τόσο και δαύτος. Κάποια στιγμή σκώθηκα απάνω και φώναξα τον καφετζή, Κερασμένα του' πα εδώ του Γιώργη, γιατί πέρασα ωραία με την παρέα του. Και γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Μετά μούτρωσε κανα δυο μέρες και βρήκα την ησυχία μου. Αλλά γλυτώνεις απ' το κακό σπυρί; Δε γλυτώνεις. Κατέβηκα μια μέρα κι είχα κι ένα σφάχτη εδώ, στα πλευρά και τονε βλέπω στρωμένο γελαστό και μυρωδάτο, αναγούλιασα. Σα να μη συνέβαινε τίποτα. Ξανακατσικώθηκε στο τραπέζι και ξανά μανά. Τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου. Τώρα σε ρωτάω, άσχημα έκανε ο Άρης που τους καθάριζε κάτι τέτοιους; Έ, όχι, πες μου. Ξεβρώμιζε τον τόπο. Ή ο άλλος, ο Στάλιν, ο μεγάλος, που' χει λυσσάξει ο Γιώργης, μέρα νύχτα τα γκουλάγκ και τα γκουλάγκ. Άδικο είχε ο Στάλιν; Τί προσφέρουνε στην κοινωνία τέτοιοι άνθρωποι; Μόνο να σ' ανακατώνουν τα σκώτια σου είναι. Και να σου παίρνουν τα μυαλά στο καφενείο. Ν' αγιάσει το χεράκι τους λέω εγώ και λίγα κάνανε. Αυτό είναι το κακό, που εκάμαμε μισές δουλειές. Η βία αυτή δε δικαιολογείται λέει ο Γιώργης. Σάμπως καταλαβαίνει από επανάσταση; Τυπογράφος ο πατέρας του, πιασμένος με τους αστούς μια ζωή, βρήκε δουλειά έτοιμη, στρωμένη, γνωριμιές, τα πάντα. Για ρώτα και μας Γιωργάκη. Να ξενοδουλεύει η μάννα μια ζωή στο μεροκάματα, είχανε γίνει γυαλόχαρτο τα χέρια της. Ο πατέρας μια ζωή άρρωστος, ένα ψευτομεροκάματο στη χάση και στη φέξη, πέντε παιδιά, πέντε στόματα. Εγώ ούτε που πάτησα στο σχολείο, βγήκα κατευθείαν έξω, θελήματα, χωράφια, ότι δουλειά είχε ο καθείς. Και να' χεις το Γιώργη να σου μιλάει για δικαιοσύνη, ποιος, ο Γιώργης που τον ταίζανε στο στόμα. Τίποτα δεν ξέρεις, του'πα μια μέρα, δεν έχεις δει τη σκληράδα της ζωής. Νευρίασε. Ποιος εγώ, που πάντρεψα τρεις αδερφάδες και και και. Ναι Γιώργη, επάντρεψες τις αδερφάδες αλλά βρήκες έτοιμα. Και τα τυπογραφεία στη Σταδίου και λιοστάσα στον Έπαχτο και ποιος ξέρει τί άλλο. Ποιος ξέρει τί δουλειές εκάματε στην Κατοχή του λόγου σας. Πιο πολύ έτσι, για να τον τσιγκλίσω το'πα αυτό. Γίνηκε θηρίο. Τί λες μωρέ, τί ξεστόμισες. Είχε κι ένα δίκιο. Τίμιοι άνθρώποι ήτανε, αυτό δεν μπορεί να το πει κανείς. Αλλά με είχε φέρει ως εδώ. Έκαμε πάλι κάτι μέρες να πιάσει κουβέντα. Αλλά έχει και τ' άλλο το χούι, κάνει και τον πολύ Χριστιανό. Και δεν βαστάει να κρατήσει μάνητα για πολύ. Μια φορά τονε στρίμωξα και του' λεγα για τις αδικίες που γίνονται στον κόσμο, τον φτωχό που τόνε τρώει το κέρδος του πλούσιου. Τί θα γίνει Γιώργη μ' όλα αυτά; Έχει ο Θεός, μου κάνει. Ο Θεός έχει Γιώργη, εμείς δεν έχουμε, του λέω κι εγώ. Μη βλαστημάς Λιάκο, μου κάνει. Κατάλαβες; Μετά με ρίχνει με κάτι τέτοια. Είσαι καλά; Γιατί σε βλέπω σα να κρυώνεις. Έλα δω να σου ρίξω απάνω σου την κουβερτούλα, εδώ, στον ώμο σου.





Καλά τους κάνανε τους αντιφρονούντες Τα μυαλά μας έχει πάρει στο καφενείο Καλά να τους κάνουνε του' πα κι εγώ.
Δε γινήκανε αυτά. Πατέρας μου και μάννα μου είναι Πώς θ' αλλάξω στα 70 μου Σπλαχνική σχέση.
Άμα χρειαστεί θα ξαναπάω. Λένε για τις ευθανασίες για τα dna για τους προγεννητικούς ελέγχους. Έσωσα τότε ένα κατσίκι, εσένα δε θα σωζα; ΄Δηλαδή θα μπορούσε να μην υπήρχες θα σε σώσω εγώ Θα ξανανέβω στο βουνό μαζί σου
Κουβαλά την εικόνα μιας ανάπηρης Ελλάδας που πάει να διασώσει Την ανάπηρη, μισή μνήμη του, αλλά και τον ολόκληρο νόστο του. "Θα σε σώσω". Του βάζει να φάει, τον περιποιείται. Του τον άφησαν, όσο ζούσε η γιαγιά, μετά διαχειρίζεται αυτός τη μνήμη. Σ' άφησαν σε μένα. Η τρυφερότητα η ασχήμια η τραγικότητα Το ψέμα κι η αλήθεια Ο θάνατος Τί α γίνει Οι ενοχές Το τραύμα Οι κακοφορμισμένες πληγές Ο Γλέζος Ο Φλωράκης Προσπαθεί να διασώσει τη δική του ανάπηρη αλήθεια και ταυτόχρονα να διασώσει την νοσταλγία, την αλήθεια την τρυφερότητα, το κολωβωμένο του όνειρο, ό,τι απέμεινε από την αλήθεια Την Ελλάδα που νοσταλγεί αλλά που είναι ανάπηρη. Η μισή, η κολοβωμένη αλήθεια.
Τί είναι; Eίναι δάσκαλος; Όχι. Ίσως τεχνίτης. Τυπογράφος.
Ο σύντροφος στο καφενείο, η άλλη μισή φωνή, η άλλη μισή αλήθεια. Το παιδί, το σχόλιο για την Ελλάδα. Της μνήμης αλλά και του παρόντος. Σχόλια στην σημερινή κατάσταση. Στον Σύριζα, στο ΚΚΕ. O άλλος του καφενείου είναι ο Νίκος. Αλλιώς θα τον λένε. Ο Χατζής. Γλύτωσε τις εξορίες. Η άλλη μισή Ελλάδα. Η γιαγιά. Πάει στον Επιτάφιο. Η μνήμη, ένα παιδί με σύνδρομο down. Σ' αφήνουνε εδώ. Βέβαια. Τί να σε κάμουνε. Τους πονάς. Κι η μνήμη πονάει. Αλλά δεν πετιέται.
Σχόλιο στο Μύρισε θυμάρι. Καλή πατρίδα σύντροφε. Ευτυχώς ηττηθήκαμε. Ορθοκωστά. Τα χαρτιά για τον εμφύλιο
Η σκλήρυνση. Η σκληρότητα. Ναι μεν αλλά. Δεν πας εύκολα ν' ακούσεις την άλλη πλευρά. Είναι το συναισθηματικό, το οικογενειακό φορτίο. Ο άλλος του λέει που τον πήραν αιχμάλωτο. Άλλο ο Χίτλερ. Είναι και το τί αίμα έχυσε κανείς Το ίδιο μετράει; Και το δίκιο; Ο ιδιότυπος ρατσισμός της αριστεράς.
Από τη μάννα ξεκινά η μνήμη.
Ναυπάκτιος είναι Πώς έμαθε κλαρίνο. Οι όχτοι, τα βουνά της Ναύπακτος. Στην Έπαχτο.
Έχει ο Θεός. Ο Θεός έχει, εμείς δεν έχουμε.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

              O χορός των Καλαβρύτων.



Χορεύουν. 

Με τα χέρια κατεβασμένα, 
τα μάτια στον ουρανό. 
Αλλόκοτος μαυροφορεμένος χορός 
που πατά τη γη. 
Να 'λειπαν τουλάχιστον τα τσεμπέρια. 
Μ' αυτά κοντεύουν το χώμα να βρέξουν. 

"Μακάρι να μη βρέξει", λέει μια, 
η άλλη σέρνει ένα βόγγο πέρ' απ' το λαγκάδι. Μας ξέχασε ο Θεός, μη το πεις. 
Πάτα το. 

Σκούζει βαθιά τ' αγρίμι.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Κοπωσεως η συνεχεια. Μεγαλος βοηθος της δημιουργικοτητας η κοπωση. Ειναι η φωνη που κραυγαζει οτι δεν παει αλλο ετσι. Οτι δεν βγαι ει τιποτα με ολα αυτα. Φτανει να την ακουσεις.
Το αρχαιο, δικο μου εκκλησακι των Αγιων Αποστολων στην Θεσσαλονικη. Το προσωπο, η εξοδος, το βλεμμα προς, η κουβεντα με τον Θεο. Ο, τι σε κανει ανθρωπο.
Κουραση. Μεγαλη συζητηση, χρονιος καημος. Βοηθα η κουραση, αλλιως η κοπωση, αν τη δεις αλλιως. Ως πληροφορια πχ. Μεγαλος δεικτης. Αν την χρησιμοποιησεις κατ' ενστικτο. Να ξερεις απο τι να φυλαχτεις. Αν παψεις να την πολεμας και τη δεις σαν συμμαχο. Σαν ταπεινωση. Σαν ευκαιρια να αφουγκραστεις το συναισθημα σου. Το σωμα σου.


Ηρθε το καλοκαιρι. Τελεια. Αρκει να βρουμε, να μας δοθει η δυναμη να το ζησουμε.Το καλοκαιρι φετος ξεκιναει  με την νηστεια των Αγιων Αποστολων. Κοινως, ενα Σαρακοστακι. Τι εμπνευση να το ζησεις. Τι challenges και ιστοριες, ολα σε ενα. Πολυς χρονος στα media, οχι παντα δημιουργικος, συχνα ανοητος, περιττος, αυτιστικος, επαναληπτικος, ψυχαναγκαστικος. Απο την αλλη, η ζωη φευγει. Παντα υπαρχει το θα, αλλα ως ποτε; Μηπως ειναι ωρα; Μηπως αλλιως δεν θα υπαρξει αλλη ευκαιρια; Μηπως σωνονται σιγα σιγα; Μηπως ο,τι κανεις τωρα ειναι αυτο που θα γινει τελικα; Μηπως τα ονειρα σου, για να το πουμε ετσι, κινδυνευουν να μεινουν ως εχουν; Κι αν ναι, ποσο βολευει μια σταση αφημενη περιπου στη μοιρα;

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Το ζευγαρι. Τί βοηθά μέσα στο πέλαγος, μπουκάλα με χαρτί κλεισμένο μέσα. Βοηθά η ευγνωμοσύνη. Να βλέπεις τα καλά του συντρόφου σου, να επικεντρώνεις σ' αυτά. Γενικά να διατηρείς μια θετική ματιά. Μετά στις όποιες δυσκολίες να ασχολείσαι με το πως μπορείς εσύ ν' αλλάξεις και να επικεντρωθείς εκεί, έχοντας αντικρύσει κυρίως τη δική σου συνεισφορά στο πρόβλημα. Το να επικεντρώνουμε γενικά στο τί κάνει ο άλλος και μας τη σπάει δεν βοηθά. Εννοείται τηρουμένων των αναλογιών. Επίσης βοηθά το delete-συγχώρησση και το minimize-να μην τα μεγαλοποιούμε, να τα κρατάμε στις πραγματικές τους διαστάσεις όσο γίνεται. Αυτά. Αν βρω κι άλλα, θα τα γράψω

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Εκ νεου: η ποιητικη ματια, βαση του παιχνιδιου. Αυτο στον νου. Μετα ειναι το σωμα. Λειτουργει παιδικα πρωτογονα, με τον υπνο, το φαγητο και τη θαλπωρη τους. Παιζει μονο με το φαγητο και το στρωμα του, δεν εχει αλλο. Ειν αι ακομα πολυ μωρο.
Το σωμα ομως μπορει να κινηθει, να χαρει, να αναπνευσει τον καθαρο αερα και τις μυρωδιες του ψηλου βουνου που σου σπαν τη μυτη. Να χορεψει, να ερωτευτει. Να φτιαξει, να χτισει, να δημιουργησει. Να κολυμπησει. Να ξαποστασει.
Αξιζει να ξαναβρουμε την κινηση της επιθυμιας, την κινηση που ποδηγετειται απο το ενστικτο της ευχαριστησης, της χαρας. Κι αυτο προπαντος σωματικα. Μονο ετσι εχει ελπιδα για ευχαριστιακη ζηση
Δεν εχω αλλο τροπο προς το παρον. Εστω ετσι, με τα πληκτρα. Το παιχνιδι ειναι ο μιτος της αριαδνης. Παιχνιδι κι η αφηγηση. Παιχνιδι και το blog. Καποτε ηταν το βιβλιο, η κουκλα, το μικρο πλυντηριο με τα πιατακια. Το φθονουμενο λαστιχο. Τα μηλα, το κρυφτο, το κυνηγητο. Η τυφλομυγα, η μονοπολη, τα επιτραπεζια.Το βολλευ με τον πατερα. Το σκαρφαλωμα στο βουνο. Οχι πολλη φυση, αλλα νοιαξιμο των γονεων. Μετα τα λιοστασια και το αρμαθιασμα. Και βεβαια η θαλασσα. Πολυ αυτη. Το νερο. Ευτυχως. Η Τεμενη, τα ξαδερφια, η αδελφη. Λιγες φιλες που παιξαμε, η Λινα και η Θελμα. Τα Βασιλικουδακια. Τους ευχαριστω.
Μετα η μουσικη. Μεγαλο παιχνιδι. Κρατησε χρονια. Mετα το αγγιγμα, το σωμα. Μετα...
Ξαναπιασε το νημα απο εκει που θες

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Τα πραγματα δεν θεραπευονται δι ων διεφθαρησαν. Αλλα με τα αντιθετα. Αυτο εχει εφαρμογη και στην ανατροφη των παιδιων. Ο θυμος θεραπευεται με ηρεμια. Και ουτω καθεξης.
Ειναι μια αληθινη παραμυθια, μια οντως παρακληση να συνειδητοποιεις ποσο βαθια και προσωπικα θεραπευτικη μπορει να ειναι η αφηγηση. Η αφηγηση που βγαινει απο μεσα σου. Και ποσο βοηθα το παραμυθι. Ποσο πανω απο τη σκεψη τη γυμνη, το λογικο επιχειρημα. Μπορει αυτο να ειναι η ακρη του μιτου. Κοκκινη κλωστη δεμενη, στην ανεμη τυλιγμενη, δωστης κλωτσο να γυρισει παραμυθι ν αρχινησει. Αυτος ο κλωτσος ειναι το θεμα... Που θα παει ομως...

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017



Αποτέλεσμα εικόνας για ταξιαρχης

Ποίημα Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν ὡς προεξάρχοντες, ὁ Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ οἱ Ἀρχιστράτηγοι, οἱ τῷ θρόνῳ παρεστῶτες τῆς θείας δόξης, τῶν παγίδων τοῦ δολίου πολεμήτορος, ἐκλυτροῦσθε προστασίαις ὑμῶν πάντοτε τοὺς κραυγάζοντας·

Χαίροις, ζεῦγος ἀσώματον.
ρχων καὶ στρατηγέτης στρατιῶν οὐρανίων ἐδείχθης, Μιχαὴλ φωτοφόρε, (ἐκ γ’) καὶ σὺν τοῖς τῶν Ἀγγέλων χοροῖς τῇ Τρισηλίῳ παρεστὼς Θεότητι, διὰ παντὸς ἱκέτευε ὑπὲρ τῶν πίστει βοώντων·
Χαῖρε, δι᾿ οὗ ἡ Τριὰς ὑμνεῖται· χαῖρε, δι᾿ οὗ ὁ Σατὰν σοβεῖται.
Χαῖρε, πρωτοστάτα τῶν ἄνω Δυνάμεων· χαῖρε, καταπέλτα σκοτίων ἐκφάνσεων.
Χαῖρε, ἄρχων ἡλιόμορφε οὐρανίων στρατιῶν· χαῖρε, βέλος τὸ τομώτατον κατ᾿ ἐχθρῶν τῶν νοητῶν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκλάμπεις ὡς λαμπρὸς ἑωσφόρος· χαῖρε, ὅτι ἀστράπτεις ὡς ἀστὴρ φωτοφόρος.
Χαῖρε, ἐχθρῶν ἀπείργων τὰς φάλαγγας· χαῖρε, πιστοῖς βραβεύων τὰς χάριτας.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ φρυκτωρεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι᾿ οὗ ἀνυμνεῖται ὁ Κτίστης.
Χαίροις, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε.

Βλέπων τοῦ Ἑωσφόρου τὸν ὄλισθον, ἐβόας Ἀγγέλων, Μιχαὴλ ταῖς χορείαις· στῶμεν καλῶς τῇ στάσει ἡμῶν, τὴν τοῦ Θεοῦ ὑμνοῦντες κυριότητα· διὸ καὶ πρῶτος γέγονας ἐν τοῖς Ἀγγέλοις ἀνακράζων·
Ἀλληλούϊα.

Γνώσεως ἀποῤῥήτου τὰς ἀκτῖνας ἐκλάμπων ὡς πλήρης, Γαβριήλ, θείας δόξης, ἀΰλων Ἀγγέλων ἀρχηγὸς τῷ θείῳ βουλήματι ἐχρημάτισας· διό σου τὴν λαμπρότητα θαυμάζοντες, ἀναβοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ πλήρης φωτὸς ἀΰλου· χαῖρε, ἡ πτῶσις ἐχθροῦ δολίου.
Χαῖρε, φωτοφόρε τῆς χάριτος Ἄγγελε· χαῖρε, τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων διάκοσμε.
Χαῖρε, σέλας παμφαέστατον ἐκ Τριφώτου ἀστραπῆς· χαῖρε, φάος θεαυγέστατον Τριφαοῦς μαρμαρυγῆς.
Χαῖρε, ὅτι μηνύεις Εὐαγγέλια θεῖα· χαῖρε, ὅτι σκεδάζεις ἀθυμίας τὴν νύκτα.
Χαῖρε, Θεοῦ ὁ θεῖος Ἀρχάγγελος· χαῖρε, πιστῶν προστάτης ἀκοίμητος.
Χαῖρε, χαρὰν τοῖς ἀνθρώποις κομίζων· χαῖρε, βουλὰς τοῦ Βελίαρ ἐκλύων.
Χαίροις, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

Δύναμιν θείαν ἔχων, Ἀρχηγὲ τῶν Ἀγγέλων, δυνάμεις ἐνεργεῖς ἰαμάτων, καὶ χάριν χορηγῶν τοῖς πιστοῖς, πανταχοῦ ἐπιφθάνεις τοὺς καλοῦντάς σε, Γαβριὴλ φωταυγέστατε, διασώζων τοὺς ἐκβοῶντας·

Ἀλληλούϊα.
λαμψας ἐν τῷ Νόμῳ, Μιχαὴλ ταξιάρχα, πορθμεύων τοῖς δικαίοις τὰ κρείττω, καὶ ἐξ Αἰγύπτου τὸν Ἰσραὴλ ὁδηγῶν, οἷάπερ στήλη φωτόμορφος καὶ νεφέλη περιέπων, παρὰ πάντων ἀκούεις ταῦτα·
Χαῖρε, στήλη πυρίμορφος θεία· χαῖρε, σκέπη Ἰσραὴλ ἁγία.
Χαῖρε, Ἰουδαίων ὁ πάλαι ἡγούμενος· χαῖρε, Χριστωνύμους κινδύνων λυτρούμενος.
Χαῖρε, ὅτι φανεὶς σέσωκας τῆς σφαγῆς τὸν Ἰσαάκ· χαῖρε, ὅτι χαρᾶς ἔπλησας μυστικῆς τὸν Ἀβραάμ.
Χαῖρε, ὁ τῶν Ἀγγέλων παμφαὴς στρατηγέτης· χαῖρε, ὁ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν ἀρχηγέτης.
Χαῖρε, φωτὸς ἀΰλου λαμπάδιον· χαῖρε, φωστὴρ τῶν θείων Δυνάμεων.
Χαῖρε, πιστῶν οὐρανία λαμπρότης· χαῖρε, νοῶν φωταυγῶν ὡραιότης.

Χαίροις, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε.
Ζηλωτὰς θείων ἔργων καὶ σεμνῆς πολιτείας ἐργάτας, Μιχαὴλ στρατηγέτα, ἀνάδειξον τοὺς πίστει θερμῇ τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου προστρέχοντας· ἀεὶ γὰρ σὴν βοήθειαν ἐπικαλούμεθα βοῶντες·

Ἀλληλούϊα.
κουσε τῆς φωνῆς σου, ὡς εἶδε Ζαχαρίας ἑστῶτα ἐν ναῷ σε Κυρίου· αὐτῷ γάρ, Γαβριήλ, ἐμφανῶς τὴν τοῦ Προδρόμου ἐν γήρατι σύλληψιν θεόθεν εὐηγγέλισαι· διό σοι πάντες ἐκβοῶμεν·
Χαῖρε, χαρὰν ἀτέκνοις κομίζων· χαῖρε, δεσμὰ ἀπαιδίας λύων.
Χαῖρε, τοῦ Προδρόμου μηνύσας τὴν σύλληψιν· χαῖρε, Ζαχαρίου ὁ λύσας τὴν στείρωσιν.
Χαῖρε, μηνυτὰ οὐράνιε ἱερῶν ἀγγελιῶν· χαῖρε, πορθμευτὰ ἀσώματε ψυχοτρόφων δωρεῶν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκλάμπεις ὡς πολύφωτον ἄστρον· χαῖρε, ὅτι πυρσεύεις τὰς καρδίας ἁπάντων.
Χαῖρε, Θεοῦ χρηστότητος ἄγγελε· χαῖρε, σεπτῶν χαρισμάτων πάροχε.
Χαῖρε, φωτὸς ἀπαστράπτων ἀκτῖνας· χαῖρε, ἐχθρῶν ἀπαμβλύνων βολίδας.
Χαίροις, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

Θείοις σου ἀπειθήσας ῥήμασι Ζαχαρίας, ἐστέρηται φωνῆς παραυτίκα, φωτὸς διάκονε Γαβριήλ, καὶ τὸ λαλεῖν ἐν τῷ τεκεῖν ἀπέλαβε τῆς χάριτος τὸν Πρόδρομον, εὐλογῶν τὸν Θεὸν καὶ ψάλλων·
Ἀλληλούϊα.

σχυρὸς ἐν τῷ Νόμῳ, Μιχαήλ, ἀνεδείχθης καὶ μέγας ἐν τῇ Χάριτι μύστης, ἐκεῖ μὲν ἐν τύπῳ καὶ σκιᾷ, ὧδε ἀνακεκαλυμμένως, ἔνδοξε· ἐν πᾶσι γὰρ περίδοξος ἀνεφάνης τοῖς ἐκβοῶσι·
Χαῖρε, ὁ μέγας ἐν τοῖς Ἀγγέλοις· χαῖρε, ὁ μείζων ἐν θαυμασίοις.
Χαῖρε, τῶν ἐν Νόμῳ πατέρων ὑπέρμαχος· χαῖρε, τῶν ἀῤῥήτων ἐλλάμψεων ἔμπλεως.
Χαῖρε, ὅτι ἐνεπόδισας τὴν πορείαν Βαλαάμ· χαῖρε, ὅτι ἐθριάμβευσας τὴν κακίαν τοῦ Σατάν.
Χαῖρε, δεδοξασμένε Ἀρχιστράτηγε θεῖε· χαῖρε, λελαμπρυσμένε καὶ πυρίμορφε νόε.
Χαῖρε, φωτὸς Τριφώτου ἀμάρυγμα· χαῖρε, χοροῦ Ἀγγέλων διάδημα.
Χαῖρε, βουλῶν τοῦ Ὑψίστου ἐκφάντωρ· χαῖρε, πιστού ὁ προστάτης ἁπάντων.
Χαίροις, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε.

Κατιδὼν ἐθαμβήθη Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ σε, Μιχαήλ, ᾧπερ καὶ ἀνεβόας· ἐγὼ ἀρχιστράτηγός εἰμι δυνάμεως Κυρίου, καὶ ἐλήλυθα βοηθῆσαί σοι ἐν πᾶσιν, ἐν τῷ κραυγάζειν τῷ Κυρίῳ·
Ἀλληλούϊα.

Λάμπων τῇ φωταυγείᾳ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐπέστης Ναζαρὲτ ἐν τῇ πόλει, καὶ τό, Χαῖρε, ὦ Γαβριήλ, τῇ Κεχαριτωμένῃ ἀνεβόησας· διό σου μεγαλύνοντες τὰ εὐαγγέλια, βοῶμεν·
Χαῖρε, χαρᾶς αἰωνίου κήρυξ· χαῖρε, φωτὸς Τρισηλίου μύστης.
Χαῖρε, τῇ Παρθένῳ τό, Χαῖρε, φθεγξάμενος· χαῖρε, τῆς κατάρας τὴν λύπην τρεψάμενος.
Χαῖρε, Ἄγγελε χαρμόσυνε θείου Εὐαγγελισμοῦ· χαῖρε, στόμα τὸ μελίῤῥυτον οὐρανίου γλυκασμοῦ.
Χαῖρε, ὅτι Κυρίου τὴν σύλληψιν ἀγγέλλεις· χαῖρε, ὅτι τὴν ἄῤῥητον εὐφροσύνην παρέχεις.
Χαῖρε, παθῶν σβεννύων τὴν κάμινον· χαῖρε, χαρὰν μηνύων τὴν ἄληκτον.
Χαῖρε, Θεοῦ τὴν βουλὴν ἀναγγέλλων· χαῖρε, ἐχθροῦ τὴν ῥοπὴν ἀναστέλλων.
Χαίροις, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.
 
Μετὰ δέους παρέστης τῇ παρθένῳ Μαρίᾳ, ὦ θεῖε Γαβριὴλ φωτοφόρε, καὶ τὸν οὐράνιον ἀσπασμὸν καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ βουλῆς τὴν ἐκπλήρωσιν ταύτῃ προσεκόμισας, τῷ σὲ ἀποστείλαντι κραυγάζων·
Ἀλληλούϊα.

Νεκρόν τοῦ Μωϋσέως προταγαῖς θείαις εἴκων, ὦ θεῖε Μιχαήλ, ἀποκρύψας τῷ Ἀρχίππῳ ἐν Χώναις φανείς, τοῦ ποταμοῦ τὸν σφοδρὸν ῥοῦν κατέχωσας· διὸ τὸ μεγαλεῖόν σου θαυμάζοντες, ἀναβοῶμεν·
Χαῖρε, Ἀγγέλων ὁ Ταξιάρχης· χαῖρε, ἀνθρώπων μέγας προστάτης.
Χαῖρε, Μωϋσέως φυλάξας το σκήνωμα· χαῖρε, τοῦ δολίου αἰσχύνας τὸ φρύαγμα.
Χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον εὐσπλαγχνίας θεϊκῆς· χαῖρε, τεῖχος ὀχυρώτατον Ἐκκλησίας τῆς σεπτῆς.
Χαῖρε, ὅτι τὰ ῥείθρα ποταμοῦ μετατρέπεις· χαῖρε, ὅτι ναόν σου τὸν σεπτὸν περιέπεις.
Χαῖρε, ἐχθρῶν συντρίβων τὴν δύναμιν· χαῖρε, παθῶν φλογίζων τὴν σύστασιν.
Χαῖρε, ψυχῶν πασχουσῶν θεραπεία· χαῖρε, ἡμῶν ἀσφαλὴς ὁδηγία.
Χαίροις, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε.

Ξένον θαῦμα ἐργάζῃ, Μιχαὴλ φωτοφόρε, ὁμοῦ σὺν Γαβριὴλ τῷ ἐνθέῳ· ἐκ τῶν θαλαττίων γὰρ βυθῶν τῇ Δοχειαρίου Μονῇ ἐσώσατε τὸν νέον, ὡς ἐπέστητε, ἐκπληττόμενον καὶ βοῶντα·
Ἀλληλούϊα.

λος λελαμπρυσμένος, ὅλος ἀστραποφόρος ταῖς θείαις, Γαβριήλ, ἀγλαΐαις ἐπέστης ἐν τῇ Βηθλεέμ, καὶ τοῖς ποιμέσι Κυρίου τὴν γέννησιν ἤγγειλας ἐκπληττομένοις τῷ θαύματι καὶ ἐκβοῶσι·
Χαῖρε, φρικτοῦ μυστηρίου μύστης· χαῖρε, φωτὸς οὐρανίου πλήρης.
Χαῖρε, οὐρανίων ταγμάτων ταξίαρχε· χαῖρε, ἀποῤῥήτων πραγμάτων διάκονε.
Χαῖρε, ὅτι ἐν ὀράματι βεβαιοῖς τὸν Ἰωσήφ· χαῖρε, ὅτι τούτῳ εἴρηκας πρὸς τὴν Αἴγυπτον φυγεῖν.

Χαῖρε, ὁ τῶν ποιμένων τὰς ἐννοίας ἐκπλήξας· χαῖρε, ὁ τῷ τεχθέντι τούτους καθοδηγήσας.
Χαῖρε, πιστῶν θερμὸν καταφύγιον· χαῖρε, ἡμῶν ἐν πόνοις προσφύγιον.
Χαῖρε, λαμπὰς φωταυγείας αΰλου· χαῖρε, λιμὴν τῶν ἐν λύπαις τοῦ βίου.
Χαίροις, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

Πρὸς τὸ μνῆμα ἐπέστης τοῦ Χριστοῦ ἀναστάντος, καὶ ἔφης ταῖς σεμναῖς Μυροφόροις· Τί ζητεῖτε Χριστὸν ἐν νεκροῖς; ἠγέρθη ὁ ζωὴν πηγάζων Κύριος, ὦ Γαβριὴλ φωτόμορφε, ᾧ ἐν εὐλαβείᾳ βοῶμεν·
Ἀλληλούϊα.

ώμην θείαν παρέχων, Μιχαήλ, τοῖς δικαίοις, αὐτοῖς πολλοῖς τρόποις καθωρᾶσο, καὶ ἐν τῷ Βυζαντίῳ φανείς, τὰ τῶν ἐχθρῶν διέλυσας στρατεύματα· διὸ τὴν προστασίαν σου κηρύττοντες, ἀναβοῶμεν·
Χαῖρε, Κυρίου ὁ παραστάτης· χαῖρε, Ἀγγέλων ὁ πρωτοστάτης.
Χαῖρε, ὁ τὴν γῆν διερχόμενος ἅπασαν· χαῖρε, ὁ πληρῶν τοῦ Θεοῦ τὰ προστάγματα.
Χαῖρε, ἥλιε πολύφωτε, Ἀσωμάτων Ἀρχηγέ· χαῖρε, σέλας ἀστραπόμορφον, θείας δόξης κοινωνέ.
Χαῖρε, ὅτι ἐφάνης Μανωὲ τῷ δικαίῳ· χαῖρε, ὅτι ὡράθης Γεδεὼν τῷ ἐνθέῳ.
Χαῖρε, ἐχθρῶν συντρίψας τὸ στράτευμα· χαῖρε, πιστῶν νευρώσας τὸ φρόνημα.
Χαῖρε, πηγὴ πολλαπλῶν θαυμασίων· χαῖρε, πολλῶν μυητὴς ἀποῤῥήτων.
Χαίροις, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε.

Σοῦ τὴν ἄμαχον χάριν, Μιχαὴλ φωτοφόρε, καὶ τὴν πρὸς ἡμᾶς σου προστασίαν κηρύττομεν στόματι λαμπρῷ, ὅτι πολλαπλῶν κινδύνων καὶ θλίψεων λυτροῦσαι τοὺς προστρέχοντας τῷ ναῷ σου καὶ ἐκβοῶντας·
Ἀλληλούϊα.

Τῇ Ἁγνῇ Θεοτόκῳ, τῷ ναῷ προσαχθείσῃ, πιστῶς διακονεῖς καθ’ἑκάστην, καὶ τὸ χαῖρε φωνήσας αὐτῇ ὦ Γαβριήλ χαριέστατε Ἄγγελε, χαρᾶς πολλῆς ἐπλήρωσας, τοὺς εὐλαβῶς σοι ἐκβοῶντας·
Χαῖρε, Παρθένου ὁ νυμφοστόλος· χαῖρε, ὁ λύχνος ὁ φωτοφόρος.
Χαῖρε, μυστηρίων τῶν θείων διάκονος· χαῖρε, αὐγασμάτων ἀΰλων ἀνάπλεως.
Χαῖρε, τῆς Χριστοῦ σαρκώσεως θεῖος εὐαγγελιστής· χαῖρε, τῆς Ἀγγέλων τάξεως ἄρχων ὁ θεοειδής.
Χαῖρε, ὅτι ὑπούργεις ἐν ναῷ τῇ Παρθένῳ· χαῖρε, ὅτι ὑπείκεις Λόγῳ τῷ Ὑπερθέῳ.
Χαῖρε, Θεοῦ Ἀρχάγγελε πάμφωτε· χαῖρε, ἡμῶν ὑπέρμαχε κράτιστε.
Χαῖρε, ὁ ὕμνον Τρισάγιον ᾄδων· χαῖρε, δεήσεις δεχόμενος πάντων.
Χαίροις, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

δωρ ἔβλυσε ξένον τῇ ὑμῶν ἐπιφανείᾳ Μονῇ Δοχειαρίου τῇ θείᾳ, Ἀρχάγγελοι Χριστοῦ, ἐμφανῶς, Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ ἱερώτατοι· διὸ ὑμᾶς γεραίρομεν ὡς ἀρωγοὺς ἡμῶν, βοῶντες·
Ἀλληλούϊα.

Φωτοφόρος καὶ πλήρης οὐρανίου ἰσχύος ὁρᾶσαι, Μιχαὴλ στρατηγέτα, καὶ χεῖρα βοηθείας ἀεὶ ἐπορέγεις τοῖς πιστῶς σοι προστρέχουσι, κινδύνων ἐξαιρούμενος τοὺς ἐκβοῶντάς σοι τοιαῦτα·
Χαῖρε, Κυρίου τὴν δόξαν βλέπων· χαῖρε, ἁγίαν δύναμιν ἔχων.
Χαῖρε, ὁ ἀδύτῳ φωτὶ ἐλλαμπόμενος· χαῖρε, ὁ κινδύνων ἡμᾶς ἐκρυόμενος.
Χαῖρε, μέγιστε Ἀρχάγγελε τῆς ἰσχύος τοῦ Θεοῦ· χαῖρε, κράτιστε ἀντίπαλε τῆς μανίας τοῦ Ἐχθροῦ.
Χαῖρε, ὅτι ταχέως τῶν πιστῶν προστατεύεις· χαῖρε, ὅτι ὀξέως τὸν Βελίαρ ἐκτρέπεις.
Χαῖρε, Θεοῦ ὁρῶν τὴν λαμπρότητα· χαῖρε, νοὸς σοβῶν ἀμαυρότητα.
Χαῖρε, ψυχῶν ἀπελαύνων τὸ ἄχθος· χαῖρε, ἐχθρῶν καταβάλλων τὸ κράτος.
Χαίροις, Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε.

Χαίρει πᾶσα ἡ κτίσις, βοηθοὺς καὶ προστάτας, δυὰς τῶν φωταυγῶν Ἀρχαγγέλων, πλουτήσασα ὑμᾶς ἐκ Θεοῦ, καὶ ταῖς πτέρυξιν ὑμῶν σπεύδομεν, ὦ Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, καὶ τῇ Τριάδι ἐκβοῶμεν·
Ἀλληλούϊα.

Ψάλλων ἐν τοῖς ὑψίστοις, Γαβριήλ, τῇ Τριάδι σὺν πάντων τῶν Ἀγγέλων τοῖς δήμοις τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀεί, ὑπὲρ ἡμῶν διὰ παντὸς ἱκέτευε, ὡς ἂν πόνων καὶ θλίψεων ῥυώμεθα οἱ ἐκβοῶντες·
Χαῖρε, Ἀρχάγγελε φωτοφόρε· χαῖρε, ἐν ἅπασι σελασφόρε.
Χαῖρε, ὁ πυρίνων ταγμάτων πρωτάγγελος· χαῖρε, ὁ πνευμάτων σκοτίων ἀντίμαχος.
Χαῖρε, φύλαξ ὁ θερμότατος εὐσεβῶν Χριστιανῶν· χαῖρε, στήριγμα ἀκράδαντον κλονουμένων καρδιῶν.

Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ἀῤῥαγὴς προστασία· χαῖρε, τῶν σὲ ὑμνούντων ψυχικὴ θυμηδία.
Χαῖρε, δι᾿ οὗ τοῦ σκότους ῥυσθήσομαι· χαῖρε, δι᾿ οὗ φωτὸς πληρωθήσομαι.
Χαῖρε, ἀκτὶς τῆς ἐν σκότει ψυχῆς μου· χαῖρε, κρηπὶς τῆς παρούσης ζωῆς μου.
Χαίροις, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.

 δυὰς φωτοφόρε τῶν λαμπρῶν Ἀρχαγγέλων, Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ συνάμα, (ἐκ γ’) τοῦ ἀδύτου φωτὸς κοινωνοὺς ταῖς φωταυγέσι λιταῖς ὑμῶν δείξατε τοὺς πόθῳ ὑμᾶς μέλποντας, καὶ τῇ Τριάδι ἐκβοῶντας·
Ἀλληλούϊα.

Καὶ πάλιν τὸ εἰρημένον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν οὐρανίων στρατιῶν ὡς προεξάρχοντες ὁ Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ οἱ Ἀρχιστράτηγοι, οἱ τῷ θρόνῳ παρεστῶτες τῆς θείας δόξης, τῶν παγίδων τοῦ δολίου Πολεμήτορος ἐκλυτροῦσθε προστασίαις ὑμῶν πάντοτε τοὺς κραυγάζοντας·Χαίροις, ζεῦγος ἀσώματον.