Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Σαρανταλείτουργο στον παλιό Αη Γιώργη.

Μόλις πέρασα από το βενζινάδικο. Μυρίζω ολόκληρη καύσιμο, όπως στα παιδικά μου χρόνια. Συχαινόμουνα τη μυρωδιά αυτή μικρούλα, μου ερχόταν εμετός, φρικτό ανακάτωμα. Τώρα την έχω ανάγκη. Θα μπορούσα να καθόμουνα μέρα νύχτα σαν τζάνκι να την μυρίζω. Φαίνεται μου τελειώνουν γενικά τα καύσιμα. Δεκέμβρης μήνας και το κρατημένο στην γωνιά της τσάντας καλαντάρι δείχνει τα πατήματα για τα δικά μου Χριστούγεννα. Αυτά που τα' χω φυλαγμένα στον κρυφό χώρο των ελπίδων. Και στη μνήμη της καρδιάς. Την ευρύχωρη, σκιερή καταπακτή που χωρά το θαύμα. Εκεί κατευθύνομαι.
Ένα εκκλησάκι απ' τα μεγάλα, αυτά που παλιά ήταν οι ενοριακοί ναοί ενός χωριού με φιλοδοξίες κωμόπολης. Πέτρα γκριζόχρωμη με κεραμιδιές παύσεις, εικόνα Αιγιάλειας. Αυτός είναι ο παλιός Αη-Γιώργης της Τέμενης. Καλόγνωμος, φτωχός, παιδικός, λίγο πείσμων στο παλλιακό του φρόνημα. Μπροστά του μια επαρχιακή το ήθος, νοικοκυρίστικη καγκελόπορτα. Την τοποθέτησε εκεί το σταθερό χέρι σύγχρονου επιτρόπου, σίγουρου και περήφανου για την μέριμνα, απόλυτα ξένου προς την όποια αμφιβολία. Ναι. Ο Αη Γιώργης ο παλιός την δέχτηκε αυτή τη χειρονομία προστασίας του με αγέρωχη συγκατάβαση. Τί ξέρουν όλοι αυτοί οι καινούριοι από τα πάθια και τα λάθια των παλιών. Τί ξέρουν από το λαδωμένο πανί της χήρας που ερχότανε, μέσα Κατοχής, ν' ανάψει τα καντήλια του με το λάδι το στερνό. Τί ξέρουν από τα μαύρα ρούχα της Νικολάραινας, που' ρθε παραμονή Χριστουγέννων να κλάψει το μοναχογιό το σκοτωμένο.Που 'βαψε μαύρα τα σεντόνια της να μην ξαναντικρύσει το λευκό και κοιμόταν τυλιγμένη μες το κατώι με τα παλιά βαρέλια και τη μυρωδιά του κρασιού. Και μόνο αυτά να 'ταν. Περνούν οι μέρες, περνούν τα χρόνια. Ο αργαλειός της Τσεβούλας της Πούμπαινας έχει σιγήσει προ πολλού. Τον καταπλάκωσε το ίδιο το σπίτι που ρήμαξε. Θαφτήκανε τα χτένια και οι κλωστές κι ο πάγκος ο φιλόξενος, o καρυδένιος. Ποιος τον έκλαψε; Ποιος τον θυμάται; Τα χαλιά με τα κεντίδια και τα πλουμιά τους, με τα χρώματα της γης. των λουλουδιών και των παραμυθιών σαπίζουν στα υπόγεια των αγγόνων. Ζωντανά είναι στα όνειρα, στις ενοχές των αποτυχημένων νέων οικοκυρών. Της εξής μίας. Ζωντανά κυρίως στη σκιερή εκείνη καταπακτή. Εκεί στρώνονται επίσημα σαν δείχνει το καλαντάρι Σαραντάμερο, στρώνονται και ξεστρώνονται όπως τους πρέπει. Στο χώρο της καρδιάς. Εκεί που όλα είναι στη θέση τους.
  Το Σαραντάμερο το παλλιακό έχει μες την σκιερή καταπακτή ο Αη Γιώργης την τιμητική του. Εκεί που όλα είναι στη θέση τους ακούγεται η δική του η καμπάνα η γλυκόχορδη κάθε ξημέρωμα, σαράντα μέρες. Λειτουργάει κάθε μέρα κι ανεβαίνεις μαζί του τα σκαλοπάτια ένα ένα. Σε κρατά από το χέρι. Σε παραλαμβάνει μικρό, γεμάτο απορίες και φόβους και σε παραδίδει μεσήλικα χωρίς να το καταλαβαίνεις, με την ίδια ωστόσο παιδική νοσταλγία για το θαύμα. Για τα Χριστούγεννα. Δεν ξέρεις τίποτα. Απλώς εμπιστεύεσαι. Κρατάς γερά, σφιχτά το χέρι του Αη Γιώργη κι ανεβαίνεις. Κι ας πονούν τα γόνατα. Τί σημασία έχει. Στο άκουσμα της καμπάνας του ξαναγίνεσαι το κοριτσάκι, μπουμπουλωμένο γερά στο παλτουδάκι του με την κορδέλλα στα μαλλιά. Λίγο παράξενο, όχι και πολύ αυθόρμητο, πιπιλάς ακόμα τα δάχτυλα και χαιδεύεις τα μαλλιά σου. Δίπλα σου η ξανθόμαλλη φιλάσθενη αδελφούλα, χωμένη βαθύτερα στα μάλλινα . Δεν σε νοιάζει τί συμβαίνει γύρω, έχει πολύ κόσμο και μιλούν κι απότομα. Νοσταλγείς με την πιο αληθινή νοσταλγία των οκτώ σου χρόνων το βιβλίο σου και τον κόσμο του. Να βυθιστείς εκεί μέσα και να τ' αφήσεις όλα πίσω. Πίσω και εκτός. Στο δικό σου βασίλειο δεν μπαίνει κανείς και τίποτα.

H πιο μεγάλη νύχτα λένε. Χειμερινό ηλιοστάσιο. Η γιαγιά η Σούλα δίπλα από το πλατύχωρο πρεβάζι , ακίνητη στο κρεεββάτι αγρυπνά. Δεν μπορεί να μιλήσει, μόνο γνέφει και περιμένει Ν' ανοίξουν οι ουρανοί, να κάνει την ευχή. Όχι για την ίδια Για τα παιδιά και τ' αγγόνια της. Να χουνε καλή τύχη, καλό ριζικό. Να μη δούνε πολέμους. Να μην κλάψουνε αδικοσκοτωμένους. Να ρχεται γλυκά ο ύπνος στα βλέφαρά τους, να, έτσι. Αυτόν τον ύπνο τον εύκολο, τον παρηγορητή. Μόνον αυτόν ζητάει.

Έρχονται κι οι άλλοι. Όλοι μαζί, κατά τα Φώτα.( Η ευχή των Φώτων στον έναστρο ουρανό.) Ο παππούς ο Αντρέας και η θειά η Κική η πεταχτούλα. Ο Τέλης, σαν χτυπημένος, να τρέχουν τα αίματα, με χαμόγελο φωτεινό. Η Γιώτα κατεβαίνει τη σκάλα, κλωτσάει πέρα το τσεκούρι. "Εδώ ειν' σπίτι σας, φάτε χάμω ρε". Υψώνονται τα χέρια του Αντρίκου στην Παναγιά την Τρυπητή. Κι ύστερα ο θείος ο Αντρέας καβάλα στο τρακτέρ, μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνη. Στην καρότσα ένα τσούρμο πιτσιρίκια γεμάτα άμμο, κατευθείαν από το νησάκι. Από τη θάλασσα. Φέτες καρπουζιού κατα ποντίζονται σαν πελώριοι βράχοι σε ηφαιστειακές εκρήξεις, σωριάζονται οι ντομάτες και τα κρεμμύδια με κοσμογονική μεγαλοπρέπεια στον στον ωκεανό του λαδιού κι ο θείος ο Αντρέας διηγείται παραμύθια στο τσούρμο, ξαπλωμένος. Το ταψί το γιουβέτσι έρχεται από το φούρνο στα χέρια της θείας της Ελένης.Η μάνα εικοσάχρονη κοπέλα μαυροφορεμένη στέκεται στην πόρτα της καμαρούλας. Η Τσεβούλα η θείτσα δεν παύει να τηλεφωνάει κλαίγοντας. Δεν πειράζει. Ο άγιος Χαράλαμπος ακόμα εκεί είναι και καταλαβαίνει. Συμπονά. Ράγισε πρόσφατα.
Σταματάς στο τελευταίο σκαλί. Σαν να χαλάρωσε το σφίξιμο στο χέρι ο Άγιος. Ή μήπως τον άφησες εσύ. Δεν το θέλεις αυτό. Είναι τόσο αναγκαίο, γι αυτό στρέφεσαι και τον κοιτάς. Είναι πάντα εκεί, στην θέση του, εκεί που τον άφησες. Αιώνιος οδοδείκτης για τα Χριστούγεννα, για τον μυστικό χώρο της καρδιάς. Αιώνιος διαφυλαχτής του πιο καλά κρυμμένου και  αέναα αποκαλυπτόμενου μυστικού.
Σου φυλά μια θεσούλα, ένα ταπεινό στασιδάκι στη σιωπή του. Εκεί που συναντάς τις ψυχές και την ψυχή σου. Σήμερα, των Αγίων Νηπίων.