Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Στο δρόμο

Σταμάτησα στο φανάρι της Βουλιαγμένης που στρίβει για αεροδόμιο. Γύρω στις τεσσαρισήμισυ ντάλα γιόμα, έκαιγαν τα πάντα. Ο μελαψός "ενοικιαστής" του φαναριού κινούνταν χωρίς να βιάζεται στη μέσα σειρά των αυτοκινήτων. Αδύνατος όπως οι περισσότεροι, με το μακρυμάνικο ανοιχτόχρωμο πουκάμισο και το φθαρμένο παντελόνι. Ηλικιωμένος, ασπρομάλλης. Περνούσε ανάμεσα στ' αμάξια, κάτι προέτεινε, μάλλον χαρτομάντιλα, εισέπραττε διαδοχικές αρνήσεις. Θέλησα από κακομαθημένη ίσως συμπόνοια να δω το βλέμμα του και, κρυμμένα πίσω από τη διπλανή λαμαρίνα, είδα δυο μάτια ανθρώπινης ζεστασιάς, και ένα χαμόγελο παρακλήσεως. Χαμογελούσε σ' όλους με αγάπη κάτω απ'τον καυτό ήλιο, συμφιλιωμένος, καρτερικός, αγκαλιάζοντας με την έκφρασή του εκείνους που τον απέρριπταν, περπατώντας δίχως βιασύνη. Ήταν χαρούμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσθέστε το σχόλιό σας: